Από το Αμπου Ντάμπι όπου βρέθηκε χθες και προχθές προκειμένου (μεταξύ άλλων) να εγκαινιάσει το νέο, εντυπωσιακό παράρτημα του Λούβρου, ο Εμανουέλ Μακρόν διακήρυξε χθες το πρωί πως μέσα στους επόμενους μήνες το ISIS θα έχει ηττηθεί πλήρως στρατιωτικά στο Ιράκ και στη Συρία –αν και η μάχη εναντίον της ισλαμιστικής τρομοκρατίας θα είναι μακρά. Λίγες ώρες αργότερα, ο γάλλος πρόεδρος αναχώρησε εσπευσμένα για τη Σαουδική Αραβία, προκειμένου να συναντηθεί με τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, εν μέσω αυξανόμενης έντασης ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και στο Ιράν, ιδιαίτερα για τον Λίβανο και την Υεμένη. Παράλληλα, κυκλοφόρησε μια συνέντευξή του στο «Time», όπου καλεί τον Ντόναλντ Τραμπ να μη μετατρέψει το Ιράν «σε μια νέα Βόρεια Κορέα». Ο γάλλος πρόεδρος δείχνει λοιπόν να συμμερίζεται πλήρως την άποψη που διατύπωσε στη «Monde» ο Κριστόφ Αγιάντ: με το που πάει να εξαφανιστεί το «χαλιφάτο» της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, οι διαμάχες που είχαν καταστεί αδρανείς –ή μάλλον που είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα –τον καιρό της ανόδου και της πτώσης του τζιχαντιστικού σχεδίου, αναζωπυρώνονται στη Μέση Ανατολή.

Η εθνική διεκδίκηση των Κούρδων του Ιράκ καταρχήν, που κατεστάλη γρήγορα, ενώ αναμένουμε να μάθουμε τη μοίρα που θα επιφυλαχθεί στους εξαδέλφους τους στη Συρία. Και κυρίως, επισημαίνει ο επικεφαλής των Διεθνών στη «Monde», η λανθάνουσα σύγκρουση ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και στο Ιράν, τις δύο μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις, που έχει καταλήξει να συμβολίζει αυτό που αορίστως και εσφαλμένα αποκαλούμε «πόλεμο ανάμεσα στους σουνίτες και τους σιίτες». Η φωτιά αυτή έχει πια ξαναφουντώσει για τα καλά, με τη «βοήθεια» του Ντόναλντ Τραμπ, που αρνήθηκε να πιστοποιήσει, στα μέσα Οκτωβρίου, τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

Πριν από μία εβδομάδα, η Σαουδική Αραβία όξυνε αιφνιδίως την περιρρέουσα ένταση υποχρεώνοντας (σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες) τον (σουνίτη) πρωθυπουργό του Λιβάνου Σαάντ Χαρίρι να παραιτηθεί, καταγγέλλοντας τις παρεμβάσεις της (σιιτικής) Χεζμπολάχ και του προστάτη της, του Ιράν, στις υποθέσεις της χώρας των κέδρων. Την επομένη, ένας σαουδάραβας υπουργός διακήρυξε πως το Ριάντ θεωρεί εαυτόν «σε κατάσταση πολέμου» στον Λίβανο και κατηγόρησε ευθέως την Τεχεράνη για τον πύραυλο που εκτόξευσαν (σιίτες) αντάρτες χούτι στην Υεμένη και αναχαιτίστηκε πάνω από το Ριάντ. Η Σαουδική Αραβία κάλεσε χθες τους πολίτες της να εγκαταλείψουν «όσο το δυνατόν πιο γρήγορα» τον Λίβανο, επικαλούμενη «την κατάσταση» στη χώρα. Σε αυτό το πλαίσιο μετέβη, απρογραμμάτιστα, στο Ριάντ ο Εμανουέλ Μακρόν, επισημαίνοντας «τις ιδιαίτερα σκληρές θέσεις» που έχει διατυπώσει η χώρα έναντι του Ιράν –αλλά και τον ρόλο που μπορεί, κατά την άποψή του, να παίξει η Γαλλία «για την οικοδόμηση της ειρήνης».

Εκείνο που διαφαίνεται μέσα στη διαδικασία ανασύνθεσης στην οποία βρίσκεται σήμερα η Μέση Ανατολή, επισημαίνει ο Κριστόφ Αγιάντ, είναι ένας πρωτοφανής άξονας ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, με βάση την κοινή τους απέχθεια για το ιρανικό καθεστώς και την επιθυμία τους να περιορίσουν την επιρροή του στην περιοχή.

Το Ιράν είναι αυτό που κινεί στην πραγματικότητα τα νήματα, μέσω αντιπροσώπων, στη Συρία, τον Λίβανο, το Ιράκ (λίγο λιγότερο) και την Υεμένη (ακόμη λιγότερο). Η αέναη προσπάθειά του να αποκτήσει όπλα μαζικής καταστροφής (μπορεί το πυρηνικό του πρόγραμμα να έχει παγώσει, αλλά το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη) αποσκοπεί στην εξασφάλιση μιας στρατηγικής υπεροχής –η Τεχεράνη μιλάει για ισότητα –που το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία δεν μπορούν να αποδεχθούν.

Για καιρό, ο Μπαράκ Ομπάμα προσπαθούσε να λογικέψει τους σαουδάραβες και ισραηλινούς συμμάχους του ή απλώς αγνοούσε τις ανησυχίες τους. Η άφιξη του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η εντυπωσιακή άνοδος ενός νεαρού σαουδάραβα πρίγκιπα διαδόχου, του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, άλλαξαν τα πάντα. Από τον Ιανουάριο μέχρι σήμερα, ο Τζάρεντ Κούσνερ, ο γαμπρός του αμερικανού προέδρου, πηγαινοέρχεται μέσα σε άκρα μυστικότητα ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και στο Ριάντ, καθώς και στο Αμπου Ντάμπι. Προσπαθεί, όπως επισημαίνει ο Κριστόφ Αγιάντ, να κάνει πραγματικότητα ένα παλιό ισραηλινό όνειρο: να φέρει τους Αραβες, ή τουλάχιστον τις μοναρχίες του Κόλπου, κοντά στο Ισραήλ.

Η σύγκριση

Συνδυασμός ισχύος ανευ προηγουμένου

Μια συμμαχία ανάμεσα στις ΗΠΑ, στο Ισραήλ και στις μοναρχίες του Κόλπου θα ήταν ένας άνευ προηγουμένου συνδυασμός στρατιωτικής και τεχνολογικής ισχύος, χρηματοοικονομικών κεφαλαίων και ενεργειακών πόρων. Ο ρωσοϊρανοτουρκικός άξονας που διαγράφεται απέναντι ωχριά: πολυπληθή στρατεύματα αλλά παρωχημένες τεχνολογίες, αναιμικές οικονομίες, αποκλίνοντα στρατηγικά συμφέροντα. Η σύγκριση αυτή ωστόσο έχει κυρίως θεωρητικό νόημα, διότι προς το παρόν αυτή η απίθανη συμμαχία, στην οποία η Αγκυρα έχει το ένα πόδι μέσα και το άλλο πόδι έξω, είναι που ελέγχει το πεδίο και δεν σταματά να προελαύνει. Εκείνο που λείπει περισσότερο από την κυοφορούμενη συμμαχία ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, επισημαίνει η «Monde», είναι η πολιτική αντίληψη και οξύνοια όσον αφορά τις πραγματικότητες της περιοχής. Και οι τρεις αυτές χώρες ρίχτηκαν τα τελευταία χρόνια σε πολέμους που δεν μπορούσαν να κερδηθούν: οι ΗΠΑ στο Ιράκ (το 2003), η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη (από το 2015), το Ισραήλ στον Λίβανο (το 1982 και το 2006) και στη Γάζα (το 2008, το 2012 και το 2014). Το να αρχίζεις πολέμους όμως είναι εύκολο, το να επιμένεις μετά τις πρώτες νίκες και να τους κερδίζεις είναι κάτι άλλο. Και αυτό είναι το βασικό προσόν του Ιράν: ξέρει να κάνει υπομονή και δεν παρεκκλίνει ποτέ από τον στόχο του.