«Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου
Από τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου (1909) έως την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου (1962) έχει διανύσει η ελληνική κοινωνία περίπου μισόν αιώνα σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων, επαναστάσεων, ιδεολογικών ρήξεων και πολεμικών αιματηρών εμπειριών. Εχουν μεσολαβήσει το Γουδί και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οι απανωτές δικτατορίες, η πρώτη ατελέσφορη Δημοκρατία, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Μεταξάς, το Αλβανικό Επος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος. Στην αρχή αυτής της περιόδου έχει δολοφονηθεί ο Δραγούμης και στο τέλος ο Μπελογιάννης και ανάμεσά τους έχουν εκτελεστεί οι Εξι υπεύθυνοι για την ήττα στη Μικρά Ασία. Ο πατέρας μου (1902 – 2000), που ξεκίνησε ως δημοτικιστής και δημοκράτης φοιτητής στην περίφημη πρωτοπόρα «Φοιτητική συντροφιά» εξορίστηκε και τέλειωσε την εκπαιδευτική του σταδιοδρομία ως λυκειάρχης την περίοδο της πράγματι μεγάλης εκπαιδευτικής αναγέννησης του Παπανούτσου (1965), διέτρεξε αυτόν τον αιώνα μ’ όλο το μεγαλείο του και όλες τις αντιφάσεις του και τις τραυματικές του εμπειρίες. Οπως άλλωστε και όλη η σύγχρονή του γενιά, ο καθένας, όπως λέει ο ποιητής, και τα όπλα του.
Το 1909 που παίζεται η «Βιολάντη» πετάνε τα πρώτα δειλά αεροπλάνα και όταν παίζεται η «Αγγέλα» ο άνθρωπος γυρίζει γύρω από το φεγγάρι. Θέλω να πω πως υπάρχει μια τερατώδης διάσταση ανάμεσα στην εξέλιξη της τεχνολογίας σε 50 χρόνια και στην αργόσυρτη πορεία του ανθρώπινου ψυχισμού, των ηθών και των ανθρωπίνων σχέσεων. Και αυτό είναι το τραγικό πρόβλημα αυτού του μισού αιώνα που, εξάλλου, συνεχίζεται. Ο σημερινός καραγκιόζης πρόεδρος της Βόρειας Κορέας έχει τον ίδιο ψυχισμό και τα ίδια βίαια πάθη με τον Τζένγκις Χαν, αλλά ο Χαν είχε τόξα, σπαθιά και άλογα ενώ ο Κιμ πυρηνικές βόμβες. Ο Ξενόπουλος γράφει το αριστούργημά του για να αποδείξει πως τίποτε δεν άλλαξε στον τόπο 60 χρόνια μετά τον «Βασιλικό» του Αντωνίου Μάτεσι, του συμπατριώτη του σημαντικού πατέρα της νεοελληνικής δραματουργίας. Στον «Βασιλικό» ένας γαιοκτήμονας που κουβαλάει τον ηθικό κώδικα της φεουδαρχίας καταπιέζει τυραννικά την οικογένειά του και αρνείται να αποδεχτεί πως η κοινωνία αλλάζει και στην πρωτοπορία πλέον των οικονομικών και ηθικών προταγμάτων κυριαρχούν οι αστικές αρχές που ανατρέπουν αιώνων προκαταλήψεις και εγκαινιάζουν νέα ηθική. Ο μέγας Ξενόπουλος διαπιστώνει πως ο τυραννικός αυτός Βιολάντης, εξήντα χρόνια μετά τον Ρονκάλα του Αντ. Μάτεσι (1830), αντιγράφει και εφαρμόζει και ομνύει στις ίδιες ηθικές προκαταλήψεις με τον φεουδάρχη συμπατριώτη του. Ο Αστός της Γαλλικής Επανάστασης γίνεται ένας συντηρητικός, άτεγκτος, αρτηριοσκληρωτικός παιδονόμος που οδηγεί το παιδί του στον θάνατο γιατί αρνείται να υπακούσει σ’ έναν ηθικό κώδικα μεσαιωνικού δικαίου. Δεν χρειάζεται κανείς παρά να διαβάσει αυτά τα δύο έργα («Βασιλικό», «Στέλλα Βιολάντη») που διαδραματίζονται στη Ζάκυνθο, σε μια περιοχή της Ελλάδας που δεν γνώρισε καν Τουρκοκρατία και δέχτηκε επιρροές από τη Δύση και κυρίως την Ιταλία των καρμπονάρων και των εθνικών επαναστάσεων, για να αντιληφθεί το ιστορικό και κοινωνικό δράμα του ελληνικού κρατιδίου μετά την Επανάσταση του ’21.
Σκεφτείτε μόνο πως οι σύγχρονες ηρωίδες του Ιψεν το σκάνε από το σπίτι τους αναζητώντας αυθεντική προσωπική ζωή ή ανοίγονται στο άγνωστο πέλαγος μακριά από κοινωνικές συμβάσεις και η Στέλλα του Ξενόπουλου πεθαίνει φυλακισμένη στη σοφίτα γιατί τόλμησε να γράψει στον άντρα που αγάπησε (χωρίς να την αγγίξει καν) πως είναι «δική του» και το έγκλημά της είναι πως δεν αποδέχεται ότι είναι αποκλειστικό «κτήμα» του πατέρα της, πράγμα, res.
Και ερωτώ, αφελώς ίσως, από το 1909 (είναι η χρονιά της Επανάστασης στο Γουδί) που παίζεται η «Στέλλα Βιολάντη» ταυτόχρονα από Κοτοπούλη (Αθήνα) και Κυβέλη (Πάτρα) άλλαξαν και πολλά πράγματα; Οχι, φωνάζει μ’ όλη τη μαρξιστική του αρματωσιά ο Γιώργος Σεβαστίκογλου το 1962 γράφοντας την «Αγγέλα» στη Μόσχα, αυτοεξόριστος διανοούμενος της Αριστεράς και αντιστασιακός. Οι ίδιες δομές, ωμότερες τώρα, το ίδιο οικονομικό και κοινωνικό ασφυκτικό πλαίσιο, πιο απάνθρωπο τώρα (1962).
Αν εντοπίζει για τις ανάγκες της ανάλυσης τον πυρήνα της κριτικής του στα δουλικά, τις υπηρέτριες των αστικών οικογενειών της Ελλάδας του μετεμφυλιακού κοινωνικού ιστού, είναι για να πιάσει το πρόβλημα από τα κάτω. Αλλά αν είμαστε τίμιοι δεν διαφέρουν οι συνθήκες και η εκμετάλλευση ούτε στους χώρους της δημόσιας ή ιδιωτικής υπαλληλίας ούτε και στον χώρο της εκπαίδευσης και της υγείας.
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως 50 χρόνια μετά την «Αγγέλα», στη σημερινή δεινή κρίση οικονομίας αλλά κυρίως ηθών και θεσμών, μας λείπει ένας νέος Ξενόπουλος, Σεβαστίκογλου για να αποτυπώσει τη μοίρα συγχρόνων γυναικών τύπου Στέλλας και Αγγέλας. Υπάρχουν βέβαια έργα αλλά οι κρατικοί θεατρικοί θεσμοί τα σνομπάρουν. Π.χ. τα έργα προσφάτων νεκρών δραματουργών, του Π. Μάτεσι, του Μουρσελά, της Αναγνωστάκη (κατά σειρά «Εξορία», «Ενυδρείο», «Νίκη»).
Αν υπήρχε άλλη εκπαιδευτική πολιτική εγώ τουλάχιστον θα δίδασκα Νεοελληνική Ιστορία ξεκινώντας από τον Χουρμούζη και τον Καπετανάκη, τον Ξενόπουλο και θα έφτανα στον Κεχαΐδη και τον Μανιώτη. Είναι παρήγορο όμως πως, αφού το Εθνικό Θέατρο περί άλλα τυρβάζεται (ναι, τυρβάζεται, δεν υπάρχει ρήμα τυρβάζω…), νέοι θεατρικοί και ταλαντούχοι σκηνοθέτες υποκαθιστούν και υλοποιούν τον ιδρυτικό νόμο του Εθνικού (1930 του Γεωργίου Παπανδρέου, υπουργού Παιδείας του Βενιζέλου) που ρητά επιτάσσει πως σκοπός του Εθνικού Θεάτρου είναι η μόρφωση του κοινού με τα μεγάλα κλασικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου και την ανάπτυξη της παλαιάς και νέας ελληνικής δραματουργικής παραγωγής. Αυτό κάνουν η Κομεντί Φρανσέζ, το Αγγλικό Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας και το Μπερλίνερ Ανσάμπλ.
Στο θέατρο Altera Pars, που πέρυσι ανέβασε Καμπανέλλη, φέτος ο Πέτρος Νάκος, που το διευθύνει μαζί με τη Μίνα Χειμώνα, αναδεικνύει τη γερή δραματουργική στόφα της «Αγγέλας» του Σεβαστίκογλου. Πάντα έχω διαπιστώσει πως ακόμη και οι νεότατοι ηθοποιοί μας χωρίς επαγγελματική πείρα όταν υποδύονται έλληνες ήρωες βγάζουν φτερά. Είναι αυτονόητο. Διότι ο ελληνικός λόγος σχεδόν αυθόρμητα κινητοποιεί τη χειρονομία και ανακαλύπτει τον φυσικό ρυθμό της γλώσσας αλλά αναδύει μέσα από τη συνείδηση μνήμες κρυμμένες και ψυχισμό ενδιάθετο.
Σ’ ένα βολικό σκηνικό (Σάββας Πασχαλίδης) και μια ευρηματική συναισθηματικά φορτισμένη μουσική της Ελένης Λομβάρδου ο Νάκος, που παίζει έξοχα και τον Στράτο, καθοδήγησε μια εύφορη ομάδα νέων και λίγο παλιότερων ηθοποιών να δείξουν την Ελλάδα των τραυμάτων του Σεβαστίκογλου. Δεν θα κάνω διακρίσεις: Αγγελική Κοντού (Αγγέλα), Π. Εμμανουηλίδης (Λάμπρος), Ελενα Καστανά, Στέλλα Κωνσταντάτου, Μελανία Μπαλτσίδου, Κυριακή Στούρου, Γιάννης Ανδρουλακάκης, Πάνος Κώτσης μάς αναγκάζουν να στοχαστούμε στο τυραννικό ερώτημα: Τι έχουν δύο αιώνες τα έρμα και ψοφάνε;
«Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου
Στο θέατρο Χορν ο Γιώργος Λύρας, που αναδεικνύεται ένας νέος καλλιτέχνης με υπεύθυνη και γερή αρματωσιά, σκηνοθέτησε με κύρος, ευρηματικότητα και σε βάθος συναισθημάτων την έξοχη πινακοθήκη του Ξενόπουλου και μας χάρισε μια «Στέλλα Βιολάντη» ευθεία, τίμια και ισορροπημένη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Απ. Παπαθεοχάρη λειτουργικά, η μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου έξοχη.
Εδώ κυριαρχεί απόλυτος σεβασμός στο γλωσσικό ιδίωμα του Ξενόπουλου και αναδεικνύεται το ήθος των προσώπων χωρίς εξάρσεις αλλά εκκινώντας από τη συνθήκη και την επιστράτευση του συναισθηματικού φορτίου.
Ο έμπειρος και σημαντικός Δημ. Παπανικολάου (Βιολάντης) εξαίσιος, η Ευγενία Δημητροπούλου (Στέλλα) αναδεικνύεται συνεχώς ως ένα έξοχο εργαλείο παραγωγής αισθημάτων και μουσικότητας. Η Νεκταρία Γιαννουδάκη (Μαρία) λιτή και μεστή, η Πηνελόπη Μαρκοπούλου (Νιόνια) με ελεγχόμενη εσωτερικότητα, ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης (Ζαμάνος) επαρκής, ο Ηλ. Λάτσης (Νταντής) άνισος, η Αθηνά Σακαλή (Ασημίνα) έξοχη στις αρμόδιες σιωπές της.
«Αγγέλα»
Σκηνοθεσία:Πέτρος Νάκος
Ερμηνείες: Αγγελική Κοντού, Παύλος Εμμανουηλίδης, Πέτρος Νάκος, Ελενα Καστανά κ.ά.
Πού: Θέατρο Altera Pars, Μεγάλου Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός, τηλ. 210-3410.011
«Στέλλα Βιολάντη (Ερως Εσταυρωμένος)»
Σκηνοθεσία:Γιώργος Λύρας
Ερμηνείες: Νεκταρία Γιαννουδάκη, Ευγενία Δημητροπούλου, Ηλίας Λάτσης κ.ά.
Πού:Θέατρο Δημήτρης Χορν, Αμερικής 10, τηλ. 210-3612.500