Πριν από λίγες εβδομάδες είδα μια επιγραφή, κάτω από την φωτογραφία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, την οποία έκτοτε σκέφτομαι συχνά.
Η επιγραφή έγραφε: «Γονείς του μόχθου και της θυσίας».
Σε αυτή την τόσο συνοπτική φράση, αποτυπώνεται το γεγονός πως η Ελλάδα διαχρονικά στηρίχθηκε σε ανθρώπους που «μάτωσαν» για να επιβιώσουν και για να καταφέρουν τα στοιχειώδη.
Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης δε, αυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν την κρίσιμη μάζα, που καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να εκσυγχρονιστεί η Ελλάδα. Δυστυχώς, όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, αυτό που ξεκίνησε ως ευχή, κατέληξε ως κατάρα.
Το μέτρο χάθηκε, η μεσαία τάξη πίστεψε πως άξιζε παραπάνω από όσα δικαιούνταν, μέχρι που οι προσδοκίες μετατράπηκαν σε αυταπάτες.
Μετά το 1974 και μέχρι το 2009, μπορεί η γενιά που μόχθησε, θυσιάστηκε και εκφράστηκε κυρίως από το Πα.Σο.Κ., να βελτίωσε απότομα και πολλές φορές παράλογα το βιοτικό της επίπεδο, ωστόσο ποτέ δεν έχασε τον αυθεντικό της χαρακτήρα και τις ρίζες της.
Μπορεί, λοιπόν, τα χρόνια να πέρασαν και τα δεδομένα να άλλαξαν, ωστόσο αυτοί που «μοχθούν και θυσιάζονται», παραμένουν εξαιρετικά πολλοί.
Μοχθεί ο γονιός που δούλευε για να χτίσει ένα σπίτι, το οποίο πλέον είναι άδειο, γιατί τα παιδιά του έφυγαν στο εξωτερικό.
Μοχθεί αυτός που έφυγε στο εξωτερικό και αναγκάζεται να ζήσει μακριά από όσους και όσα αγαπά.
Μοχθεί αυτός που έμεινε στην Ελλάδα και αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να έχει την ελάχιστη ποιοτική, επαγγελματική και κατ’ επέκταση προσωπική ζωή.
Αυτή η κατηγορία ανθρώπων μέχρι τα προ-μνημονιακά χρόνια, στήριζε τις ελπίδες της στα πολιτικά κόμματα. Το έκανε, όμως, με λάθος τρόπο. Συμμετείχε σε τέτοιο βαθμό ώστε μόνο να νομιμοποιεί και να «παραγράφει» τις αυθαιρεσίες όσων κυβερνούσαν.
Σήμερα, μετά από την κατάρρευση του Πα.Σο.Κ., την καταστροφική κυβέρνηση των Συ.Ριζ.Α.-Αν.Ελ. και την «απονομή χάριτος» στην Ν.Δ. για τα τραγικά της λάθη, ο κόσμος του «μόχθου και της θυσίας» παραμένει εγκλωβισμένος στους φόβους και τις ανασφάλειές του, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως έχει ακόμα την δυνατότητα να κρίνει την μοίρα του.
Η ευκαιρία αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με την συμμετοχή του σε μια εσωκομματική εκλογική μάχη, όπως αυτή της προσεχούς Κυριακής για τον Πρόεδρο του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς αλλά έχει να κάνει κυρίως με τη συνεχή παρουσία του στις διαδικασίες ενός πολιτικού κόμματος, προσπαθώντας να αλλάξει όσα δεν του αρέσουν.
Αν το κάνει αυτό, αν δηλαδή προσπαθήσει να ανατρέψει τα κακώς κείμενα, το σίγουρο είναι πως στην αρχή θα αποτύχει. Αυτό, όμως, είναι το πρώτο βήμα για την επιτυχία.