ια θεωρία που εφαρμόζεται στη φυσική, γιατί να μην ισχύει για τις ανθρώπινες σχέσεις, γιατί να μη βρίσκει εφαρμογή και στον έρωτα;
Γραμμένο το 2015, το «Heisenberg» έκανε πρεμιέρα τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς στη Νέα Υόρκη (off Broadway). Αυτή την εποχή παίζεται στο West End στο Λονδίνο με μεγάλη επιτυχία. Ο 46χρονος βρετανός συγγραφέας Σάιμον Στίβενς (Simon Stephens, 1971), γνώριμος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από το ανέβασμα του «Motortown» (2007-2008), ανήκει σε μια χρυσή αγγλική γενιά, που βλέπει τα έργα της να παίζονται εντός και εκτός συνόρων.
Με το συγκεκριμένο έργο, ο Στίβενς θέλησε να θέσει σε εφαρμογή την αρχή της απροσδιοριστίας του γερμανού φυσικού, θεμελιωτή της κβαντομηχανικής, Βέρνερ Καρλ Χάισενμπεργκ (Werner Karl Heisenberg, 1901-1976). Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας θέλησε να αποδείξει ότι η αντίληψή μας για τους ανθρώπους αλλάζει ανάλογα με το τι ξέρουμε και από ποια σκοπιά τούς βλέπουμε. Η ιστορία (τους) μοιάζει απλή και είναι τόσο απλή όσο και η ίδια η ζωή(;): μια γυναίκα, η Τζόρτζι, Αμερικάνα γύρω στα σαράντα, κι ένας άντρας, ο Αλεξ, γύρω στα εβδομήντα πέντε, Ιρλανδός, που έχει κρεοπωλείο, συναντώνται τυχαία. Εκείνη μιλάει πολύ, γελάει, λέει πολλά ψέματα, είναι πληθωρική στη συμπεριφορά κι έχει έναν εικοσάχρονο γιο που έχει φύγει μακριά της. Εκείνος είναι ήσυχος, μιλάει λίγο, περπατάει πολύ και αναπολεί την πρώτη του αγάπη. Οταν η Τζόρτζι πλησιάσει τον Αλεξ, αυτή η γνωριμία θα αλλάξει τη ζωή τους.
Μια ξύλινη κατασκευή, με κιβώτια που συνθέτουν ένα σκηνικό που προσαρμόζεται διαρκώς στις ανάγκες της παράστασης, φιλοξενεί το ζευγάρι. Αλλοτε παγκάκι, άλλοτε κρεβάτι, άλλοτε καρέκλα, μπαρ ή ακόμα και πάγκος του χασάπη, η κατασκευή αυτή προσδίδει εξαρχής μια σύγχρονη και λειτουργική ματιά. Είναι σαν να υπενθυμίζει την ίδια τη θεωρία του Χάισενμπεργκ, στην οποία και βασίζεται: είναι τόσο απλό, αρκεί να αλλάξουμε τη θέση τους ή να αλλάξουμε εμείς θέση… Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έστησε την παράσταση με ειλικρίνεια και σαφήνεια. Σεβάστηκε την ουσιαστική απλότητα του έργου, δεν τη νόθευσε με σκηνοθετικά τερτίπια, αλλά τη δούλεψε γερά, πολύ γερά με τους ηθοποιούς. Ετσι ώστε οι δυο τους να εξελιχθούν μαζί με την ιστορία τους, να πείσουν για την αλήθεια τους και να αφήσουν μια γλυκόπικρη γεύση στο τέλος: χαμένες είναι μόνον οι ευκαιρίες που δεν δοκιμάστηκαν. Καίριος ο φωτισμός, καθοριστική η μουσική, σε μια παράσταση που αφήνει ελεύθερα τα σώματα να εκφραστούν.
Η Τζόρτζι της Κόρας Καρβούνη διαθέτει, εξαρχής, τα στοιχεία της ηρωίδας της: ελκυστική και ενοχλητική, βρίσκεται σε μια διαρκή υπερδιέγερση, μιλώντας, χειρονομώντας, θέλοντας να τον κατακτήσει, χωρίς καν η ίδια να ξέρει γιατί. Καθώς εξελίσσεται όμως το έργο, η ηθοποιός με μια εξαιρετική ευελιξία μεταμορφώνεται σιγά σιγά σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που βλέπει ο Αλεξ ότι είναι. Η Καρβούνη, που έχει αποδείξει μέσα από δύσκολους και ακραίους ρόλους το ταλέντο και τις ικανότητές της, δίνει στο «Heisenberg» μια συμπαγή ερμηνεία, σηκώνοντας το βάρος του έργου. Γίνεται αστεία, σπαρακτική, ερωτεύσιμη, σκληρή, τόσο αυτονόητα, όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή.
Ο Περικλής Μουστάκης, θέλοντας ίσως να νιώσει συνομήλικος του Αλεξ, προσθέτει στην ερμηνεία του ένα επιπλέον βάρος –στην αρχή τουλάχιστον, και μια δόση παραπάνω αμηχανίας. Κυλώντας όμως η ιστορία, βρίσκει τη θέση του μέσα στο ζευγάρι καθώς βρίσκει και τον εαυτό του, χαρίζοντας στο κοινό μια ενδιαφέρουσα εσωτερική ερμηνεία.