Τους διευθυντές ή τους εκτιμάς ή τους ανέχεσαι. Τον Γιάννη Καψή τον αγαπούσες γιατί είχε ένα ένστικτο που έβραζε κι ένα απίστευτο ταλέντο να συνυπάρχει με τους νεότερους δείχνοντας πολλές φορές νεότερος ο ίδιος. Του ζητώ συγνώμη που ακόμα κι αυτήν την ώρα δεν μπορώ να αποφύγω τον «υποκειμενισμό» μου, ελάττωμα για το οποίο συχνά με εγκαλούσε και μου έκρουε τον κώδωνα μέχρι που στο τέλος απηύδησε και αποφάσισε να πάρει, απ’ αυτά που είχα, το καλύτερο. Γιατί αυτός ήταν ο Γιάννης Καψής. Διηύθυνε τους συνεργάτες του με εξειδικευμένο κριτήριο, ήταν ικανός να διακρίνει τις προσωπικές χάρες του καθενός και να τις βάλει να δουλέψουν για το κοινό μας παιχνίδι, την δημοσιογραφία. Ποιος είπε ότι τα παιχνίδια είναι για την πλάκα μας; Χωρίς κανόνες και μάλιστα σκληρούς, δεν νοείται παιχνίδι, με πάνω απ’ όλα την διαθεσιμότητα, το κέφι, την ταχύτητα, το ήθος και την ευστροφία. Α ναι, και το χειρόγραφο. Γιατί έτσι έλεγε το «κομμάτι», το «θέμα», το «κείμενο» ο Γιάννης Καψής, «χειρόγραφο». Για να του αποδώσει και να απαιτήσει ίσως απ’ αυτό κάτι παραπάνω απ’ ό,τι θεωρείται «δημοσιογραφικό γράψιμο» αλλά και για να μας προειδοποιήσει ότι το χειρόγραφο του καθενός καθρεφτίζει τον χαρακτήρα του, όπως πολύ συχνά μας έλεγε.
Σώσαμε έτσι τη ζωή μας πολλοί αλλά και κακομάθαμε. Για να μη μιλάω για τους άλλους θα σας πω τα δικά μου που μια ωραία πρωία πάω προς το γραφείο μου στον «Ταχυδρόμο» και βλέπω ότι η υπέροχη βαθιά καρέκλα με τη ρυθμιζόμενη πλάτη, το υποπόδιο και τα ροδάκια που είχα και που πάνω της τον ψιλοέπαιρνα κάτι μεσημέρια, είχε αντικατασταθεί από μια ορθοπεδική! Δεν θυμάμαι κιόλας αν είχε ειδικό μηχανισμό που με κατάβρεχε όταν ήμουν έτοιμη να γλαρώσω, πάντως έτσι τιμωρούσε ο Γιάννης Καψής. Αγαπησιάρικα και με χιούμορ, ενίοτε δε και με παράπονο, ιδίως όταν οι εκλεκτοί του παραβίαζαν τους κανόνες του παιχνιδιού που λέγαμε παραπάνω. Οπως τότε που ένας συνάδελφος καθυστερούσε ένα θέμα και περνούσαν οι μέρες και περνούσαν οι βδομάδες και περνούσαν οι μήνες ώσπου στο τέλος, όταν του το ξαναζήτησε, εκείνος εξερράγη, από το άγχος του μάλλον, και απάντησε, ότι δεν μπορεί να το κάνει γιατί… έτσι! Απογοητεύτηκε και μαράζωσε τότε ο διευθυντής. Μάλιστα, ο σκληρός Γιάννης Καψής μαράζωσε. Το έχετε ξαναδεί ποτέ αυτό σε διευθυντή εφημερίδας; Θα προτιμούσα, του είπε, να βρεις ένα ψέμα. Οτι ξεχάστηκες, ότι έχεις να διαβάσεις το παιδί σου, ότι έσπασες το πόδι σου, ότι έχεις άρρωστη τη μάνα σου. Θα το πίστευα κι ας μην το πίστευα. Αυτό που είπες με προσβάλλει.
Ειλικρινά δεν ξέρω πώς μοιράζει ο Θεός την συναισθηματική ευφυΐα. Σήμερα όμως δεν αποχαιρετώ τον Γιάννη Καψή. Τον αγκαλιάζω. Και δεν τον ευχαριστώ. Τον αγκαλιάζω ξανά.