Αν μου ζητούσατε να περιγράψω με μια φράση τον Γιάννη Καψή ανάμεσα στις τόσες και τόσες ιδιότητες με τις οποίες υπηρέτησε στον δημόσιο βίο, του δημοσιογράφου, του διανοούμενου, του πολιτικού, χωρίς καμία δυσκολία θα διάλεγα: Ενας αθεράπευτος και τίμιος Πατριώτης.
Λέγω θα διάλεγα, γιατί είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να διαλέξεις ανάμεσα στα τόσα βιώματα που βίωσε σε μια μακριά και πολυκύμαντη ζωή. Ζούσε χωρίς ανάσα από μικρό παιδί και μέχρι το τέλος παλεύοντας ασταμάτητα.
Περήφανος για την καταγωγή του, παρέμενε πάντοτε ένας άσβεστος μαχητής των χαμένων πατρίδων. Δεν τις περιέγραφε μόνο γλαφυρά στα βιβλία του. Δεν τις αναβίωνε μόνο στις καθημερινές του συνήθειες από το φαγητό ώς το τραγούδι (δεν φεύγει από το στόμα μου η γεύση από τα σμυρναίικα σουτζουκάκια της κυρα-Ρίτσας). Δεν τις αναπαριστούσε μόνο στις απίστευτες διηγήσεις του. Υπερασπίστηκε από την αρχή ώς το τέλος τα δικαιώματά τους, τα ταύτισε με τα δίκαια του απανταχού Ελληνισμού, τα υπηρέτησε από όλα τα αξιώματα που κατά καιρούς αναδέχτηκε. Ταγμένος να κρατά τη μνήμη του ζώσα δεν δυσκολεύτηκε να επιλέξει ως εκλογική του περιφέρεια την επικράτεια της προσφυγιάς.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου από την πρώτη κιόλας Κυβέρνηση της Αλλαγής τού εμπιστεύτηκε κρίσιμες και δυσεπίλυτες υποθέσεις για τα ελληνοτουρκικά, τη συμφωνία για τις βάσεις με τις ΗΠΑ, τη διπλωματική διαχείριση στην ελληνοτουρκική κρίση τον Μάρτιο του 1987, το μορατόριουμ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ατεγκτος υποστηρικτής των ελληνικών θέσεων στο Αιγαίο και την Κύπρο, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να τοποθετείται ανοιχτά κάθε φορά που άνοιγαν θέματα. Κι αυτό το θεωρούσε χρέος του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Από φύση και θέση αντιστασιακός, υπήρξε πάντοτε φλογερός, αγωνιστής της δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης. Η χούντα τον φυλάκισε για την αρθρογραφία του υπέρ της δημοκρατίας. Τον κυνήγησε και τον ανάγκασε να αυτοεξοριστεί. Ανήκε στη σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που από όποιο μετερίζι κι αν βρισκόταν, τις ίδιες αξίες και ιδέες υπηρετούσε, την ίδια αρμονική σχέση βίωνε στην επαγγελματική και κοινωνική του δράση. Ενας άνθρωπος με ήσυχη τη συνείδησή του, άνθρωπος του καθήκοντος, παθιασμένος για την αλήθεια και τη δημοκρατία.
Την ίδια αρμονική σχέση είχε πάντα ο προφορικός και ο γραπτός του λόγος. Οπως παραστατικά και με χυμώδη τρόπο μιλούσε, αντιμαχόταν, διηγόταν, με τον ίδιο τρόπο έγραφε, το ίδιο πλούσιο λεξιλόγιο χρησιμοποιούσε στο γραπτό του λόγο. Τα βιβλία του πολλά και σημαντικά, τον κόσμο των βιωμάτων του έβγαζαν στην επιφάνεια, την υπεράσπιση των θέσεων και των αρχών του αποτύπωναν είτε στόλιζαν λογοτεχνικά τις μνήμες του είτε πρόβαλλαν πολιτικά τις θέσεις του.
Αψίκορος και σκωπτικός, έδινε το είναι του στη δουλειά του. Από τη σπάνια πλέον πάστα των παλιών δημοσιογράφων και μετέπειτα «εφημεριδάδων» όπως τους αποκαλούσαν, «έτρωγε» κυριολεκτικά την εφημερίδα ή το περιοδικό που διεύθυνε από το πρώτο κείμενο μέχρι την τελευταία λέξη.
Συχνά, όλα τα τελευταία χρόνια, βρισκόμασταν στην «Παλιά Αγορά» για ένα κυριακάτικο ουζάκι. Είχε πάντα τον ίδιο ζήλο να πληροφορείται, να τοποθετείται, να κρίνει, να επικρίνει, να συμφωνεί ή να αντιδικεί. Υπήρξε πολίτης με όλη τη σημασία της λέξης κατά την αριστοτελική της έννοια.
Εμενε πάντα αυτός που ήξερα ο Γιάννης Καψής: ένας αθεράπευτος και τίμιος Πατριώτης.