Προσωπικά δεν είχα τη χαρά και κυρίως την τιμή να έχω διευθυντή στα «ΝΕΑ» τον Γιάννη Καψή. Δεν τον πρόλαβα. Οταν μετατέθηκα εγώ στα «ΝΕΑ» το καλοκαίρι του 1985 από το «Βήμα» μαζί με τον Λακόπουλο για να αναλάβουμε τον «Μικροπολιτικό» (γέννημα-θρέμμα του ίδιου του Καψή), εκείνος ήταν ήδη υφυπουργός Εξωτερικών και τη θέση του είχε αναλάβει ο Λέων Καραπαναγιώτης.
Ακουσα πολλές ιστορίες από τους παλιότερους για την περίοδο που διηύθυνε την εφημερίδα, αλλά την προσωπική μου εικόνα γι’ αυτόν τη διαμόρφωσα όταν στη μετά Ανδρέα και κυβερνητικών καθηκόντων εποχή επανήλθε στο Συγκρότημα και ανέλαβε διευθυντής στον «Ταχυδρόμο».
Με ζήτησε από τον Χρήστο Λαμπράκη να δουλέψω για το περιοδικό παράλληλα με ό,τι άλλο έκανα εκείνη την περίοδο, και έχω να θυμάμαι την οξυδέρκεια, το ταλέντο και τη θαυμαστή ικανότητά του να πιάνει το θέμα στις πρώτες πέντε κουβέντες που του έλεγες. Το δάσκαλος είναι λίγο για να περιγράψει τη συμπεριφορά του απέναντι σε μας τους νεότερους.
Του οφείλω ότι ήταν αυτός που «έπεισε» το ’94 τον Λαμπράκη να πάρω συνέντευξη από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, την πρώτη που θα έδινε ο «Εφιάλτης» για τη δημοκρατική παράταξη ακόμη τότε Μητσοτάκης σε έντυπο του Συγκροτήματος από τα Ιουλιανά!
Και θα θυμάμαι πάντα το «εντάξει μικρέ, αν μπορείς κάν’ το» που μου είπε, όπως θα θυμάμαι και την τεράστια έκπληξη του Μητσοτάκη όταν τον βολιδοσκόπησα για πρώτη φορά: «Εγώ, να σας δώσω συνέντευξη κύριε Παπαχρήστο, αλλά είστε σίγουρος ότι θα δημοσιευθεί κιόλας;».
Γιατί ήταν κοινό μυστικό ότι με τον Μητσοτάκη τούς χώριζε αβυσσαλέο μίσος, όμως ο Καψής ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα δημοσιογράφος. Και έτσι έμεινε ώς το τέλος.
Φίλοι δεν γίναμε ποτέ. Τον καλό του λόγο όμως δεν τον τσιγκουνεύτηκε ποτέ για μένα και τη δουλειά μου. Και του είμαι ευγνώμων γιατί με στήριξε όταν έπρεπε και όταν το είχα ανάγκη…