Συνάντησα τον Βασίλη Κρεμμυδά στα «ΝΕΑ», κατά το 2010, όταν ανέλαβα την ευθύνη της αρθρογραφίας στην εφημερίδα. Εγραφε τακτική επιφυλλίδα, κάθε εβδομάδα, και επειδή συνήθιζε να πολιτικολογεί, κάτι που το κάναμε όλοι, εμμονικά και κουραστικά πολλές φορές για τους αναγνώστες, δουλειά μου ήταν να τον πιέζω να γράφει περισσότερα πράγματα για το επιστημονικό αντικείμενό του, την Ιστορία των προεπαναστατικών χρόνων και της ελληνικής Επανάστασης, ιδίως μάλιστα τις οικονομικές και τις κοινωνικές πραγματικότητες της περιόδου πριν από το ξέσπασμά της. Καμιά φορά τα κατάφερνα και του αποσπούσα ωραία, σύντομα δοκίμια, διαφωτιστικά και απομυθοποιητικά για μια περίοδο γνωστή περισσότερο από τη μυθολογική διάσταση που της έδωσε ο εθνικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης.
Για παράδειγμα, παρακαλούσα τον Βασίλη Κρεμμυδά να γράψει τι ρόλο έπαιξαν οι κεφαλαιούχοι στο ξέσπασμα της Επανάστασης –όσοι καταγίνονταν με το εμπόριο και τη ναυτιλία, τα επαγγέλματα που κυριαρχούσαν στον ελλαδικό χώρο τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ισχυριζόταν ότι τα έχει ξαναγράψει στα βιβλία του, επέμενα όμως ότι είναι αλλιώς στην εφημερίδα. Συμφωνούσε και δεχόταν να τα κάνει λιανά. Εγραφε με μολύβι, πάντα με το χέρι, πάντα καθαρά και στρογγυλά γράμματα. Του άρεσε να εξηγεί εκείνη την περίοδο. Δέκα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της εξέγερσης, εξηγούσε, την ανάπτυξη είχε ακολουθήσει μία δεκαετία τεράστιας ύφεσης. Αποτέλεσμα, οι πρώην ισχυρές κοινωνικές ομάδες βρέθηκαν με τεράστια συσσωρευμένα, αλλά ανενεργά, κεφάλαια και η κοινωνία επλήγη με εκτεταμένη ανεργία –που από τη ναυτιλία και το εμπόριο επεκτάθηκε στη βιομηχανία (κυρίως τη ναυπηγική) και στη βιοτεχνική δραστηριότητα (νηματουργία, σηροτροφία, σαπουνοποιία, βυρσοδεψία, ακόμα και στους φούρνους).
Η Επανάσταση, έλεγε ο Βασίλης Κρεμμυδάς, απορρόφησε ανενεργά κεφάλαια και ανεργία. «Μια επανάσταση είναι, καταρχήν, πόλεμος. Και ο πόλεμος είναι κατεξοχήν οικονομικό γεγονός. Οι χθεσινοί άνεργοι βρήκαν δουλειά στον πόλεμο. Θεωρητικά, η αμοιβή του στρατιώτη αντιστάθμιζε το ημερομίσθιο που θα είχε αν δεν ήταν στη μάχη. Το κέρδος του, το άτυπο κέρδος του, θα ήταν το λάφυρο…»
Ο Βασίλης Κρεμμυδάς, που πέθανε χθες σε ηλικία 82 χρόνων, συνέβαλε, δίνοντας βάρος στην υλικότητα των πραγμάτων, στην απομυθοποίηση της εθνικής Ιστορίας. Μαρξιστής, μαζί με τον Σβορώνο, τον Ασδραχά, τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι συγκαταλέγεται στους «αναθεωρητές» του εθνικού αφηγήματος, στον αντίποδα του Παπαρρηγόπουλου ή του Ζαμπέλιου. Του χρωστάμε.