Ηταν το 1990 (αν θυμάμαι καλά) όταν ο Γιάννης Καψής ανέλαβε τη διεύθυνση του «Ταχυδρόμου». Φρέσκια, σχετικά, εγώ τότε στον ΔΟΛ, στάθηκα με τους συνάδελφους μου στη μεγάλη αίθουσα σύνταξης για να μας μιλήσει. Αρκετά ψαρωμένη διότι δεν ήταν μόνο ο μυθικός πρώην διευθυντής των «ΝΕΩΝ» αλλά και ένας διακεκριμένος υπουργός. Σε εκείνη την πρώτη συνάντηση μού έκανε δύο φορές παρατήρηση ενώπιον όλων. Τη μία γιατί, ενώ μιλούσε, έπαιζα με τα μαλλιά μου και την άλλη γιατί, επειδή δεν υπήρχαν αρκετές καρέκλες, είχα καθήσει πάνω σε ένα γραφείο.
Τις επόμενες εβδομάδες με είχε στον τάκο. Το υπέμενα με μια προκλητικά ψεύτικη στωικότητα ώσπου άρχισα να παρατηρώ από τις χαραμάδες της αυστηρής του απεύθυνσης ότι δεν με τσιγκλούσε για να με προσβάλει αλλά για να με πεισμώσει ώστε να απελευθερώσει τις όποιες δημοσιογραφικές δεξιότητες είχε διακρίνει σε εμένα. Και νομίζω ότι εκείνη την εποχή όντως άλλαξα στροφές ως προς τη σχέση μου με τη δουλειά. Ετσι, σαν από μια ανομολόγητη μεταξύ μας συνεννόηση, η σχέση μας αποκαταστάθηκε. Μου την έλεγε βέβαια πότε πότε, αλλά με εκείνο το αδυσώπητο χιούμορ του που, για να το αντιμετωπίσεις, έπρεπε να εξασκήσεις το δικό σου.
Μια μέρα μου ανέθεσε να κάνω μια συνέντευξη από έναν καλλιτέχνη που δεν εκτιμούσα. «Δεν πάω», του είπα. «Δεν έχω τίποτα να τον ρωτήσω». Εξερράγη και πιαστήκαμε στα λόγια. Μιλούσαμε έξω από το γραφείο του και, κουβέντα στην κουβέντα, φτάσαμε στη σκάλα. Σχεδόν με κουτρουβάλησε, ενώ εγώ εξακολουθούσα να αυθαδιάζω μεγαλόστομα και μεγαλόφωνα. Την επομένη με κάλεσε στο γραφείο του. Νόμιζα ότι θα με απολύσει. Αντ’ αυτού μου είπε: «Χθες έγινες δημοσιογράφος. Μέχρι τώρα έπαιζες». Και στο απορημένο μου βλέμμα, απάντησε: «Δημοσιογράφος γίνεσαι την πρώτη φορά που πλακώνεσαι με τον διευθυντή σου».
Τα τελευταία χρόνια όλο έλεγα να πάω να τον δω και όλο το ανέβαλλα. Πάντα μου έλεγε ότι αργούσα να παραδώσω τα κείμενά μου. Δάσκαλε, συγγνώμη. Αυτήν τη φορά το παράκανα.