«Πείτε μου, είχα δίκιο;». Με τη φράση αυτή, μόνιμη επωδό που συνόδευε κάθε διαφωνία μας μαζί του, θα τον θυμόμαστε όλοι όσοι συνεργαστήκαμε μαζί του στο ΥΠΕΞ, ιδιαίτερα όσοι είχαμε το προνόμιο να βρεθούμε στον στενό πυρήνα του προσωπικού που στελέχωνε το γραφείο του.
Ατέλειωτες ώρες δουλειάς που ξεκινούσαν από νωρίς και διαρκούσαν μέχρι τα μεσάνυχτα. Χωρίς να αποκλείονται οι μεταμεσονύχτιες τηλεφωνικές αφυπνίσεις σύσσωμης της οικογένειας όσο δεν υπήρχε η κινητή τηλεφωνία. Πρώτος έφτανε κάθε πρωί και τελευταίος έσβηνε το φως στο γραφείο του. Είχε και μια αστεία ιστορία που του άρεσε πολύ. Μας την είχε αφηγηθεί κάμποσες φορές. Αφορούσε την… άσβεστη λυχνία κάποιου δημοσιογράφου στα «ΝΕΑ». Ο τάδε εμφανιζόταν πρωί, μας έλεγε, άναβε τη λάμπα στο γραφείο του, εξαφανιζόταν και επέστρεφε το βράδυ για να δώσει το «παρών» και να τη σβήσει. «Να μην εμπιστεύεσθε τις αναμμένες λάμπες!» μας συμβούλευε και ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια. Είχε μάλιστα εντοπίσει κάποιον σε γειτονικό με το δικό του γραφείο στο ΥΠΕΞ και του είχε στήσει καρτέρι για να τον τσακώσει.
Ακούραστος, σχεδόν πάντοτε με σηκωμένα τα μανίκια, οξυδερκής, ισχυρός χαρακτήρας, χωρίς ανασφάλειες, αποζητούσε την άποψη των συνεργατών του χωρίς να φοβάται ότι μπορούσε ενδεχομένως να είναι καλύτερη από τη δική του, το αποτέλεσμα τον ενδιέφερε και μόνο αυτό, όλα για την πατρίδα! Ηταν μεγάλος πατριώτης ο Καψής, με απεριόριστη υπερηφάνεια για τις ρίζες του. Σμυρνιός δήλωνε και λόγω της κοινής μας καταγωγής με υπερασπιζόταν όταν με αδικούσαν, μέχρι τελευταία.
«Σμυρνιά είναι, σαν και μένα, δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της!» επαναλάμβανε.
Κάθε Παρασκευή μεσημέρι μαζευόμασταν στο γραφείο «των βάσεων», στον πρώτο όροφο της Ζαλοκώστα 2. Ημασταν ένα γερό think tank από δεκατρείς άνδρες –ακαδημαϊκοί οι περισσότεροι, οι αείμνηστοι Αλέξανδρος Κοτζιάς και Βάσος Μαθιόπουλος –και μόνο μία γυναίκα, τη συντάκτρια του άρθρου. Νευρίαζε όταν τύχαινε να διαφωνεί με όλους και να συμφωνεί μόνο μαζί μου, όπως στην ερώτηση ποιον από τις δύο λίστες που είχε στα χέρια του με ονόματα από το αμερικανικό Κογκρέσο, φιλότουρκων και φίλων της χώρας μας, θα προτείναμε να επισκεφθεί φιλοξενούμενος την Ελλάδα. Ολοι πρότειναν κάποιον φιλέλληνα. Μόνη, πρότεινα φιλότουρκο. Αυτό κι έγινε, με πολλαπλά οφέλη για τα εθνικά μας θέματα, φυσικά. Οι συσκέψεις εκείνες διαρκούσαν επί ώρες και όταν, πολύ σπάνια, δεν γίνονταν για κάποιο πολύ σοβαρό λόγο, γιατί ο ίδιος δεν έλειπε σχεδόν ποτέ, είχαμε μικρή γιορτή! Κάποτε έτυχε να σπάσει το πόδι του. Κοντή γιορτή, όμως. Εμφανίστηκε με πατερίτσα, κάθησε στην κεφαλή του μεγάλου τραπεζιού και την κράδαινε από μακριά σε όποιον είχε προσέλθει απροετοίμαστος, ευελπιστώντας σε αναβολή… για λόγους υγείας.
Ντόμπρος, ειλικρινής και αυθόρμητος υπερβολικά, το μόνο βαθιά ανθρώπινο προτέρημά του που τον καθιστούσε ευάλωτο στο περιβάλλον της διεθνούς διπλωματίας, αλλά και της εγχώριας. Απεχθανόταν τους ανίκανους και υπερόπτες εκπροσώπους του διπλωματικού κατεστημένου και κάποτε πέταξε με φωνές από το γραφείο του συνδικαλιστή του διπλωματικού κλάδου, μεγαλοπρέσβη μερικά χρόνια αργότερα, που με ύφος δεκαοκτώ καρδιναλίων θέλησε παρ’ όλα αυτά να διεκδικήσει για τον κλάδο το μόνο δημοσιοϋπαλληλικό επίδομα που δεν κατείχε. «Να πας στο γραφείο σου και να βάλεις εσύ και οι υπόλοιποι τις μαύρες μανσέτες για να μη λερώνεται το άσπρο σου πανάκριβο πουκάμισο!» του φώναξε εξοργισμένος.
«Πώς μου το είπες εκείνο με τον Ταλλεϋράνδο;» γύρισε σε μένα που παρακολουθούσα άφωνη. Του είχα εκφράσει την άποψη ότι διπλωμάτης ήταν ένας, ο Ταλλεϋράνδος, και όλοι εμείς και οι επόμενοι δεν ήμασταν παρά υπάλληλοι, με το «διπλωματικοί» να μας διακρίνει από τους υπόλοιπους χαρτογιακάδες. Του άρεσε πολύ.
Οι αμερικανοί συνομιλητές του τον σέβονταν απεριόριστα. Υπήρξε ο μόνος από την τότε ηγεσία του ΥΠΕΞ που τους έκανε τη ζωή δύσκολη. Ηταν πάντοτε ενημερωμένος και πολύ καλά διαβασμένος. Δεν άφηνε τίποτε να πέσει κάτω. Κι όταν τα έβρισκε δύσκολα να πείσει για την πολιτική της Τουρκίας, σηκωνόταν κι άνοιγε ένα μπλε κουρτινάκι –όλοι νόμιζαν πως κάποιο παράθυρο έκρυβε –αποκαλύπτοντας έναν χάρτη της Τουρκίας με παρατεταγμένη την περίφημη Στρατιά του Αιγαίου να σημαδεύει τα νησιά μας. Από όλους περισσότερο βασάνισε τον Στερνς. Μαζί του διαπραγματεύτηκε το καθεστώς των βάσεων. Αλλά δεν έμεινε ώς εκεί. Μία φορά την εβδομάδα έπαιζε πόκερ μαζί του. Σχεδόν πάντα νικούσε. Οταν έχανε, το καταλαβαίναμε την επομένη…
Μετά το Νταβός κάπνιζε ασταμάτητα. Αισθανόταν κάτι σαν προδομένος. Λάτρευε τον Παπανδρέου και τον σεβόταν όμως. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Ξέσπασε μια μέρα και μου ζήτησε να φωνάξω τους τούρκους ανταποκριτές στο γραφείο του. Εκείνοι ζήτησαν να πληροφορηθούν τον λόγο. Τον ρώτησα. «Για να τους πετάξω από τη σκάλα!» απάντησε. Στην επιμονή μου να βρει κάτι καλύτερο, με συμβούλεψε να παραιτηθώ αν δεν μπορούσα να το πω. Από εκείνη τη στιγμή είχα σε κάθε μου τσέπη το χαρτί της παραίτησης. Το εκτιμούσε πολύ αυτό. «Σμυρνιά, τι περιμένεις…» τον άκουγα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
Σε μόνιμη αντιδικία εξαιτίας πρότερου δημοσιογραφικού βίου με τον αείμνηστο Δημήτρη Μαρούδα, υπουργό Τύπου τότε, που κατά τον Καψή είχε το προνόμιο να ζει από κοντά το μικρόβιο της δημοσιογραφίας όντας υπουργός, σφάχτηκε μαζί του κι η μπάλα πήρε και εμάς που ακολουθούσαμε τις εντολές του όταν έγινε η τρομοκρατική ενέργεια με τον Παλαιστίνιο Ρασίντ στο αεροπλάνο της Panam πάνω από το Αργος. Αλλη ενημέρωση έκανε η ΓΓΤΠ και διαφορετικά πληροφορούσαμε εμείς. Κομφούζιο πραγματικό, ώσπου ο Μοντιάνο πολύ αυστηρά μάς ζήτησε να μην τον ξαναενοχλήσουμε, γιατί έγραφε το άρθρο του.
Εντιμος και ακριβοδίκαιος
Ενας υπέροχος άνθρωπος, έντιμος και ακριβοδίκαιος, αυτό ήταν ο Γιάννης Καψής. Αγαπούσε τη θάλασσα –βολόδερνε κιόλας μ’ ένα μικρό σκάφος που είχε αγοράσει στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (αλίμονο σε όποιον λάβαινε πρόσκληση, μούτσους αναζητούσε…) -, τα παιδιά και τα σκυλιά. Τι άλλο να περιμένεις από έναν πραγματικά καλό άνθρωπο, στην πράξη, όχι στα λόγια.
Και από κοντά του είχε την ευλογία του Θεού, τη γλυκιά, ευγενική, υπομονετική και χαμηλών τόνων μάνα των παιδιών του, τη Ρίτσα, μια πανέμορφη γυναίκα μέχρι σήμερα.
Αυτός ήταν, για εμάς που δουλέψαμε κοντά του στο ΥΠΕΞ σχεδόν τριάμισι χρόνια, ο Γιάννης Καψής.