Ενα γεγονός, πέρα από την αντικειμενική του σημασία, δημιουργεί αυτό που λέμε ντόμινο εφέ. Προκαλεί, δηλαδή, αντιδράσεις που συγκροτούν νέα περιστατικά. Στην προκειμένη περίπτωση, τοξικά. Και η προκειμένη περίπτωση είναι η άδεια 48ωρης εξόδου του Δημήτρη Κουφοντίνα. Που πυροδότησε συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μέσα από τις οποίες αναδύθηκε το φαινόμενο της στοχοποίησης των θυμάτων και των συγγενών τους. Ενδειξη πολύ βαθιάς κρίσης αξιών. Ακόμη και όταν ο Σαρτρ έλεγε ότι δεν υπάρχουν αθώα θύματα, αναφερόταν στα θύματα των επιλογών τους. Και σίγουρα όχι σε δολοφονημένους. Διαφορετικά δεν θα είχε επισημάνει ότι ο φασισμός δεν ορίζεται από τον αριθμό των θυμάτων του (ούτε, προφανώς, από την ταυτότητά τους) αλλά από τον τρόπο με τον οποίον τα σκοτώνει.
Δεν ήταν μόνο η έξαλλη επίθεση του Σταύρου Κοντονή στην Ντόρα Μπακογιάννη, αν και δεν ξέρω πόση ασφάλεια θα πρέπει να αισθάνομαι ως πολίτης μιας χώρας της οποίας ο υπουργός Δικαιοσύνης ουρλιάζει, αναφορικά με μια δολοφονία «ντροπή σας» στη χήρα του δολοφονημένου. Είναι τα σχόλια που, ευθέως ή πλαγίως, συμφωνούν μαζί του υποδεικνύοντας στην πολιτικό Μπακογιάννη να αποστασιοποιηθεί από τη γυναίκα που σκότωσαν τον άνδρα της. Είναι οι επιθετικές υποδείξεις στην Αλεξία Μπακογιάννη που τη σημάδεψε, στα 13 της, η δολοφονία του πατέρα της. Είναι η καθύβριση του Κώστα Μπακογιάννη παλαιότερα από τον γιο του Κουφοντίνα, τώρα από τον γιο του Τεμπονέρα και τους χειροκροτητές τους.
Οταν μια κοινωνία κατηγοριοποιεί ταξικά τους νεκρούς της, όταν, δήθεν χάριν αντικειμενικότητας, κρατάει ίσες αποστάσεις από τους θύτες και τα θύματα, δεν αργεί η μέρα που θα ακούσουμε: «Ε, και ο Αξαρλιάν ας μην περνούσε από κει».