Απόφαση με μεγάλη βαρύτητα σε φορολογικό, ποινικό και οικονομικόεπίπεδο εξέδωσε την Τετάρτη το Συμβούλιο της Επικρατείας , που έκρινε ότιοι έλεγχοι των αρχών σε τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογουμένων σεημεδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν μπορεί να επεκταθούν πέραν τηςπενταετίας.

Συγκεκριμένα , το Β. Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου(πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σάρπ και εισηγητής ο πάρεδρος ΙωάννηςΔημητρακόπουλος) έκρινε ότι δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία ηκίνηση και τα υπόλοιπα των εγχώριων Τραπεζικών λογαριασμών, μετά την5ετία, καθώς έχει επέλθει παραγραφή. Ο χρονικός αυτός περιορισμόςκατά τους ανώτατους δικαστές επιβάλλεται με βάση τις συνταγματικέςαρχές.

Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι :«Πράγματι, αν θεωρηθεί ότι στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσειςτων τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή μπορούν να αποτελούν«συμπληρωματικά στοιχεία», ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής δεν θαείχε κατ’ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλισηδεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι τοσύνολο των φορολογουμένων, εν πάση περιπτώσει, η συντριπτικήπλειοψηφία αυτών τηρούσε ήδη από πολλών ετών και εξακολουθεί να τηρείτραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν είναι πλέονδυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών.

Επιπρόσθετα ένας τέτοιος κανόνας, ορίζοντας τόσο μακρύ χρόνοπαραγραφής (δεκαετία), διπλάσιο του κατ’ αρχήν προβλεπόμενου (και, δη,ανεξαρτήτως των συνθηκών τέλεσης ή/και της βαρύτητας, από απόψεωςποσού, της αποδιδόμενης φοροδιαφυγής), εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα,τόσο για τους φορολογούμενους όσο και για το Δημόσιο (όσον αφορά τηφερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων, τη δυνατότητα προσήκουσας άμυναςτων διοικουμένων, τον προγραμματισμό και την ανάπτυξη των οικονομικώνδραστηριοτήτων τους, προς όφελος και της εθνικής οικονομίας, καθώς καιτην εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών), ενόψει των οποίων καιμε βάση όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, θα έβαινε εμφανώς πέραν τουμέτρου που είναι αναγκαίο και εύλογο για τον εντοπισμό και τηνκαταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού)από μια σύγχρονη, καλά οργανωμένη και επιμελή φορολογική διοίκηση,λαμβανομένου υπόψη ότι ο λόγος της ανωτέρω επιμήκυνσης της προθεσμίας

παραγραφής θα συνίστατο στην όψιμη (μετά την πάροδο της πενταετίας)συλλογή και εκτίμηση από τη φορολογική αρχή στοιχείων περί τωντραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων, μέσω της χρήσης βασικού καιτακτικού μέσου, που έχει στη διάθεσή του, εδώ και πολλά χρόνια, οφορολογικός έλεγχος και το οποίο αυτός οφείλει να εφαρμόζει,ορθολογικά και επίκαιρα, αξιοποιώντας κατάλληλα και τη σύγχρονητεχνολογία, για την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου του».

Μάλιστα, οι σύμβουλοι Επικρατείας ασκούν έντονη κριτική στον τρόπολειτουργίας τόσο του υπουργείου Οικονομικών όσο και των Δ.Ο.Υ.,αναφέροντας ενδεικτικά:«Η διοίκηση, διαθέτουσα προδήλως περιορισμένο αριθμό καταλλήλως

εκπαιδευμένου προσωπικού, ικανού να αξιολογήσει τα προκύπτοντα με βάσητις σύγχρονες μεθόδους ελέγχου στοιχεία, και επιβαρυμένη με τηνυποχρέωση ταυτοχρόνου ελέγχου τόσο παλαιών υποθέσεων, διεπομένωνενδεχομένως, ενόψει των αλλεπαλλήλων τροποποιήσεων της σχετικής μεφόρους, τέλη και εισφορές νομοθεσίας, από μη ισχύουσες πλέον κατά τονχρόνο του ελέγχου διατάξεις, όσο και νέων υποθέσεων, διατρέχει τονκίνδυνο να επικεντρώνει την προσοχή της στη διενέργεια ελέγχωναφορώντων στις παραμένουσες σε εκκρεμότητα υποθέσεις παρελθόντων ετών,με συνέπεια να μην είναι σε θέση να ασκήσει επικαίρως ελέγχους για τηνεξακρίβωση τηρήσεως της ήδη ισχυούσης νομοθεσίας, οι οποίοι (έλεγχοι)θα ήταν ενδεχομένως και περισσότερο αποτελεσματικοί και λυσιτελείς καιθα συνέβαλαν στην εμπέδωση στους διοικουμένους της συνειδήσεως για τηνεκπλήρωση των σχετικών με φόρους, τέλη και εισφορές υποχρεώσεων τους,που απορρέουν από ισχύουσες διατάξεις, σε χρόνο που θα έχουν και τηδυνατότητα να συμμορφωθούν και να αποφύγουν την επανάληψη ενδεχομένωνπαραβάσεων και, επομένως, και την επιβολή κυρώσεων, καθώς και νααποφύγουν τη συσσώρευση οικονομικών επιβαρύνσεων πολλών ετών».