Το ποδόσφαιρο είναι γενναιόδωρο. Οταν αποφασίζει όμως να δείξει τον κακό του εαυτό γίνεται φειδωλό, καρμίρικο. Κάνει τους πρωταγωνιστές του να πονούν, να κλαίνε, να λυγίζουν. Τις δύο βραδιές, η αποθέωση στο Βερολίνο και το άδοξο τέλος στο Μιλάνο, τις χωρίζουν 4.145 μερόνυχτα.
Λίγα για μία κανονική ζωή, ένας αιώνας για τον αθλητή. Καλοί τερματοφύλακες υπήρξαν πολλοί. Κάποιοι ήταν ανώτεροι από τον Μπουφόν. Κανείς ωστόσο δεν κατάφερε να αφήσει τόσο έντονα το αποτύπωμά του στο άθλημα όσο ο σπουδαίος Τζίτζι.
Λένε πως αυτοί που κλαίνε είναι οι πιο δυνατοί. Ο Μπουφόν έχει κλάψει πολλές φορές χωρίς ποτέ του να προσπαθήσει να κρύψει το υγρό βλέμμα των μπλε ματιών του. Οχι γιατί είναι μεταπράτης φθηνών συναισθημάτων αλλά γιατί η φλόγα του πάθους εξακολουθεί να καίει τα σωθικά του.
Στην εποχή του απόλυτου επαγγελματισμού ο Τζίτζι προτίμησε να μείνει ερασιτέχνης.
Ακολούθησε τη Γιουβέντους στη Β’ Κατηγορία όταν οι πολυδιαφημισμένοι συμπαίκτες του πηδούσαν σαν τα ποντίκια από το καράβι που βουλιάζει. Υπερασπίστηκε την ομάδα του, υπερασπίστηκε το εθνόσημο, υπερασπίστηκε το ίδιο το ποδόσφαιρο. Ο Μπουφόν είναι ποδοσφαιριστής παλαιάς κοπής. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένας τζέντλεμαν των γηπέδων που χειροκροτεί τους εθνικούς ύμνους των αντιπάλων όταν οι συμπατριώτες του αποδοκιμάζουν, αναγκάζοντας τους Σουηδούς να αναφωνήσουν: «Τι άνθρωπος!».