Ο σχετικά νέος, γύρω στα σαράντα πέντε του χρόνια, άντρας, που ανέβαινε ευσταλής και αγέρωχος την Εμμ. Μπενάκη σε απόσταση τεσσάρων το πολύ μέτρων από τους μόνιμους κάδους απορριμμάτων που υπάρχουν στη συμβολή με τη Σόλωνος πετάει στο πεζοδρόμιο κάθε άλλο παρά διακριτικά το άδειο πλαστικό φλιτζάνι του καφέ. Στην παρατήρηση ενός ώριμου άντρα που ακολουθούσε, τη διατυπωμένη έντονα αλλά χωρίς να τον προσβάλλει, «κύριε, σας έπεσε το φλιτζάνι με τον καφέ», απάντησε στρεφόμενος, με απάθεια, σάμπως και η παρατήρηση δεν γινόταν για τη χυδαιότητά του αλλά μην τυχόν και δεν είχε προλάβει να αποσώσει το ρόφημά του, «τον έχω πιει. Δεν έχει άλλο». Και συνέχισε κανονικότατα τον δρόμο του. Είναι η στιγμή που σε καβαλάει σε τέτοιο βαθμό η οργή, ώστε φτάνεις να παραλογίζεσαι, πόσο θα ήθελες να έχεις έναν αστυνομικό στο πλάι σου, ώστε να τον υποχρεώσεις να σκύψει και να μαζέψει το πλαστικό φλιτζάνι του καφέ.
Κάτι δηλαδή που με απόλυτη ελευθερία θα μπορούσε να έχει επιλέξει, το να πετάξει το πλαστικό φλιτζάνι στον έναν από τους δύο κάδους σκουπιδιών, να το πράξει τώρα από φόβο. Δηλαδή ότι μόνο ταπεινωνόμενος θα μπορούσε να καταλάβει τι είναι το σωστό, διαφορετικά αν ήταν δυνατόν να μη γίνει αντιληπτή θα επιχειρούσε οποιαδήποτε πράξη αυτοεξευτελισμού, και μάλιστα απεράντως μεγαλύτερης σημασίας, χωρίς να ιδρώνει το αφτί του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι το ίδιο ακριβώς άτομο που θα λέει στους φίλους του ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και ότι όποιος αποφασίσει να τον προσβάλει θα πρέπει να το σκεφτεί πολύ καλά λόγω της μήνιος που θα επέσυρε. Αν και ο ίδιος σε μια στιγμή που δεν μπορεί να τον δει κανείς, σε σχέση με όσους γίνονται αποδέκτες μιας αδιαπραγμάτευτης από πλευράς του αξιοπρέπειας, επιχειρεί μια πράξη που τον αυτοταπεινωτικό της χαρακτήρα θα τον συνειδητοποιούσε μόνο αν εξωθούνταν βίαια σε κάτι τέτοιο.
Παραμένει ωστόσο ένα ερώτημα, τι συμβαίνει άραγε και ένας άνθρωπος μπορεί να αισθάνεται ότι ανάμεσα ή δίπλα σε αγνώστους –πολλούς ή έναν δεν έχει σημασία –η αξιοπρέπειά του δεν θίγεται ακόμα και με την πιο αυτοταπεινωτική πράξη. Ενώ αντίθετα ανάμεσα σε γνωστούς διακινδυνεύει να χάσει την υπόληψη ή έστω την εκτίμησή τους ακόμη και με κάτι αμελητέο συγκριτικά με ό,τι τον εκθέτει σε ανθρώπους άγνωστούς του. Αφού το πρόσωπο του καθενός μας παραμένει το ίδιο ακριβώς τόσο γι’ αυτούς που μας γνωρίζουν όσο και για εκείνους που δεν τους λέει τίποτα απολύτως, δεν θα έπρεπε το πρόσωπό μας αυτό να το θεωρούμε ως ισχυρότερο συστατικό σε σχέση με το όνομά μας; Επομένως και την προσβολή που αποδίδεται στην αόριστη αλλά και πολύ συγκεκριμένη ανθρώπινη υπόστασή μας ως πολύ βαρύτερη απ’ ό,τι όταν στρέφεται σε ένα κατά συνθήκη όνομα, όπως είναι το κάθε όνομα είτε σε λένε Παύλο, Μήτσο, Ντίνο, είτε Ηλία ή Στέλιο.