Αν επιτρέπεται ένας τόνος προσωπικός, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Η Ελένη», αφενός γραμμένο ως μονόλογος το 1970, όταν ο ποιητής τελούσε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι, αισθανόμενος ότι η ζωή του τελειώνει, αφετέρου ανεβασμένο στη σκηνή το 1999, το 2001 και το 2009, είναι από τις παραστάσεις που οι παλαιότερες γενιές επικαλούνται συχνά ως τεκμήριο καλλιτεχνικής ποιότητας της εποχής τους. Ενας νεότερος μοιάζει –ακόμα και αν έχει δει τον Βασίλη Παπαβασιλείου να ερμηνεύει ή να σκηνοθετεί –να υπολείπεται θεατρικών εμπειριών. Και η αλήθεια είναι ότι εσχάτως ο Παπαβασιλείου δεν πρόσφερε και λίγα: τα γραμμένα από τον ίδιο «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι» και «Relax… Mynotis» επαινέθηκαν για την ικανότητά τους να θεατροποιούν με οξυδέρκεια και χιούμορ την ελληνική συνθήκη των τελευταίων ετών. Από την άλλη, η επιστροφή του σε ένα έργο ήδη περιλάλητο, με πρωταγωνίστρια τη διάσημη όμορφη της αρχαιότητας που είναι τώρα γριά, «εκατό, διακόσω χρονώ», και που αναστοχάζεται το παρελθόν υπό το πρίσμα της ματαιότητας, είναι κάτι που σαν να αξίζει την προσοχή, είτε με χάσμα γενεών είτε χωρίς. Το εξηγεί καλύτερα ο ίδιος στο σημείωμα της παράστασης μιλώντας για όλους τους μονολόγους της «Τέταρτης διάστασης» του Ρίτσου: «Οι κατά συνθήκη ονομασίες Αίας, Ορέστης, Ελένη κ.τ.λ. δεν σηματοδοτούν ατομικές οντότητες αλλά κόμπους του Μύθου ή μ’ άλλα λόγια της ακατάλυτης δύναμης του Απρόσωπου που εξυφαίνει, που πλέκει τη μικρή ζωή του καθενός μας. Τι άλλο έκανε η αρχαία τραγωδία;».
Τι σας έκανε να επιστρέψετε στην «Ελένη»; Η επιθυμία να συνομιλήσει το κείμενο με ένα άλλο κοινό;
«Η Ελένη» κατάγεται από το θεατρικό αναλόγιο με τίτλο «Ο κύριος Γιάννης Ρίτσος», όπου παρουσιάστηκε αποσπασματικά το 1999 στην Πνύκα. Το 2001 ακολούθησε η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή της και το 2009 η δεύτερη. Παράλληλα, συνέχιζα τη σκηνοθετική μου δραστηριότητα. Με έναν τρόπο λοιπόν και χωρίς να το θέλω, ο Ρίτσος αποδεικνύεται σταθερός συνοδοιπόρος μου εδώ και μία εικοσαετία. Είναι καινούργια παράσταση; Εξ ορισμού, δεν μπορεί να είναι η παλιά. Το μέταλλο της «Ελένης» εκτίθεται πια σε έναν άλλον αέρα. Το 2001 ήταν οι παραμονές της εισόδου της χώρας στο ευρώ, ενώ το 2009, της χρεοκοπίας της. Πιστεύω ότι ο αέρας της τρίτης εκδοχής είναι ο αέρας της ερήμου. Μετά την επισφράγιση του τέλους των τεχνητών ελπίδων που επήλθε το 2015, πορευόμαστε επισήμως σαν καραβάνι στην έρημο, απασχολούμενοι με το αν είναι προτιμότερο να στάξει η ουρά της καμήλας ή του γαϊδάρου. Οπως στο «Θεατρίνοι Μ.Α.» του Σεφέρη, «στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε / όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε». Και η σχέση μου με το κοινό μοιάζει επίσης με ένα καραβάνι όπου κάποιος με το σχετικό δικαίωμα λέει: «Λοιπόν, παιδιά, ας κάνουμε ένα διάλειμμα να δροσιστούμε και ας κάνουμε κι έναν κύκλο, γιατί ένας από εμάς έχει κάτι να πει».
Γιατί το έργο λέγεται «Η Ελένη»; Γιατί έχει οριστικό άρθρο;
Οι υπόλοιπες είναι «Φαίδρες», «Χρυσόθεμες» κ.λπ. Εδώ όμως υπάρχει μια οριστικότητα. Το πρόσωπο της Ελένης έχει την αρχετυπική δύναμη της περσόνας της φθοράς. Επιβεβαιώνει ότι αυτό που ανήκει στον άνθρωπο είναι η πρώην ομορφιά, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ομορφιά παρέρχεται και ότι η ήττα είναι εδώ. Η αποτυχία είναι εδώ. Και από αυτή την άποψη, η Ελένη αντιμετωπίζεται από τον Ρίτσο σαν ένα ισοδύναμο του Οδυσσέα, νοουμένου ως πρωταθλητή της επιβίωσης εκείνου, απέναντι σε μια πρωταθλήτρια της φθοράς όπως εκείνη. Είναι λες και οι δυο πρωταθλητές διασταυρώνονται κι ανταλλάσσουν ένα νεύμα.
Πόσο επηρεάζεται ο ποιητής από το ιστορικό πλαίσιο και πόσο από την προσωπική του ζωή όταν γράφει το έργο;
Κατά μία έννοια, ο Ρίτσος είναι κάποιος που έζησε στο πετσί του τις συνέπειες ενός εκπεσμού οικογενειακού, οικονομικού και σωματικού. Υπήρξε μάρτυρας και φορέας του. Πρόκειται ωστόσο για ένα σώμα το οποίο δήλωνε πάντοτε «παρών». Ποια ήταν λ.χ. η σχέση του Ρίτσου με το θέατρο; Το 1945 ανέβηκε στη σκηνή ως χορευτής και μέλος των Ελεύθερων Καλλιτεχνών. Επαιζε επίσης πιάνο κάθε μέρα. Το σώμα δηλαδή είναι παρόν στον Ρίτσο, με την έννοια που ενδιέφερε και τον Νίτσε: μια σκέψη που δεν μπορεί να χορευτεί, δεν είναι άξια του ονόματος. Πιστεύω ότι αυτό ήταν το κατεξοχήν στίγμα, το σήμα κατατεθέν του Ρίτσου. Δεν ήταν οι ιδεολογίες και τα πολιτικά, αλλά το σωματικό γεγονός της ζωής.
Αναζητά πάντως και μια ελπίδα ο ποιητής. Στον μοναχικό χώρο της τέχνης; Σε μια τελευταία επίκληση στην Αριστερά;
Πιστεύω ότι χρειάζεται να αφήσουμε τον καιρό της συγγραφής και να κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα. Ζούμε σε καιρούς που η ολιγοπιστία είναι σχεδόν ο αέρας που ανασαίνουμε. Πιστεύουμε πολλά πράγματα, επ’ ολίγον και από λίγο. Είμαστε ολιγόπιστοι. Κάτι που ανοίγει την πόρτα σε αυτό που ονομάζω γελοιοκρατία. Είναι γελοίο να ζεις χωρίς καθόλου πίστη. Ισως αυτό θέλει να ξορκίσει ο Ρίτσος. Γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια ελπίδα στιγμιαίας, διαλείπουσας ακεραιότητας του ανθρώπου, μες στην αναγκαιότητα και τη δουλεία του καθημερινού βίου. Μια στιγμιαία ελευθερία, φανταστική βέβαια κι αυτή, παιχνίδι της τύχης και της άγνοιάς μας. Ο Ρίτσος θα ήθελε να ελπίσει, ξέροντας πόσο οδυνηρά δύσκολο είναι αυτό, για χάρη μιας στιγμιαίας σύμπτωσης του ανθρώπου με τον εαυτό του.
Λίγα χρόνια αργότερα, εξάλλου, γράφει στον Αρη Αλεξάνδρου επαινώντας «Το κιβώτιο» για την υπαρξιακή του αγωνία, πέραν της πολιτικής.
Ετσι είναι. Γι’ αυτό στην «Ελένη», μετά την έξαρση εκείνου του ονείρου που τη βρίσκει πάνω στα τείχη της Τροίας, βλέπεις μια προσγείωση που κάνει λόγο για τη ζωή στην επαρχία, για σημαίες σε μπαλκόνια, για παρελάσεις και για βάζα που ήθελαν ξεσκόνισμα. Είναι ένα σημείο που καθιστά τον Ρίτσο σχεδόν συνομιλητή με τον Ταχτσή. Σαν να απαντάει στην ηρωίδα του «Τρίτου στεφανιού».
Είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι πίσω από την «Ελένη» βρίσκεται ο ίδιος, με τον τρόπο που πίσω από τους δικούς του ήρωες βρισκόταν ο Καβάφης;
Νομίζω ότι ο Ρίτσος θα ήθελε η «Ελένη» να παιχτεί από άντρα. Δεν είναι τυχαίο που στις σκηνικές οδηγίες του έργου δίνεται έμφαση στο άχρονον και στο άφυλον ως στοιχεία ταυτότητας. Αναρωτιέσαι δηλαδή, άραγε αυτός που θα υποδυθεί την Ελένη μπορεί να είναι ακόμα και ένας κλόουν, ένας παλιάτσος που βγάζει το ψωμί του; Θα πω το εξής: οι τελευταίοι στίχοι του κειμένου, όπου ο ύπνος της Ελένης διαταράσσεται και εκείνη ξυπνάει κι αναρωτιέται αν η σκηνή στα τείχη της Τροίας συνέβη στ’ αλήθεια, είναι φράσεις που θα μπορούσε να τις έχει πει ένας κλόουν. Και πιστεύω ότι ο Ρίτσος θα ήταν ευτυχής με την πρόσφατη είδηση ότι το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο έθεσε θέμα νομικής αναγνώρισης του τρίτου φύλου. Ολος ο κόσμος πάει στο ουδέτερο. Η ουδετεροκρατία είναι ίσως καρπός του τέλους των ιδεολογιών ή της επιβολής της παγκοσμιοποίησης. Δείτε, ας πούμε, τον Μακρόν: Δεν είναι, πολιτικά μιλώντας, κατά μία έννοια ουδετερόφιλος; Ισως η ουδετεροποίηση είναι η στιγμή του κόσμου που ζούμε εμείς.
Σύμφωνα με την Ελένη πάντως, «θα πρέπει πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκιά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις». Είναι κάτι που ισχύει και για τους λαούς;
Τις προάλλες, ο Αντώνης Σαμαράς επανέλαβε ότι οι Ελληνες δεν είναι πληθυσμός, αλλά λαός. Ο λαός όμως είναι κάτι που το επικαλείσαι αν το χρειάζεσαι, κάτι που λάμπει διά της απουσίας του. Ο πληθυσμός είναι κάτι καταγράψιμο από τη στατιστική, η οποία χρησιμοποιείται ως εργαλείο άσκησης της εξουσίας εδώ και τρεις-τέσσερις αιώνες. Το πόσο σιτάρι εξάγουμε ή πόσους νεκρούς έχουμε από τη χολέρα είναι στοιχεία μιας βιοπολιτικής συνθήκης, στην οποία αναπτύσσονται και οι πολιτικοί σήμερα. Η βιολογική βόμβα που έπεσε το 2010 στην Ελλάδα καθυστερεί να εκραγεί και πλέον αναρωτιόμαστε τι συμβαίνει με τα κόκκινα δάνεια. Πιστεύω πάντως ότι βρισκόμαστε στην τελευταία φάση του νεοελληνικού προλόγου που κρατάει από το 1821 και που είχε πολλές δύσκολες στιγμές, αλλά και ένα στοιχείο που τον διαπερνά σαν νήμα: τη συγκροτησιακή βία. Η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητη το 1830, αλλά η διχαστικότητα ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί. Οι πληθυσμοί που κλήθηκαν να συναποτελέσουν κοινό σώμα δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, αν πιστέψουμε τη «Βαβυλωνία». Θέλοντας πάντως να είμαι όσο πιο τρυφερός και στοργικός μπορώ, με την εμπειρία τη δική μου και των γύρω μου, πιστεύω ότι τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα. Παρηγορηθείτε. Αυτό που μας περιμένει είναι κάτι που θα ξαφνιάσει κι εμάς τους ίδιους. Κι αν δεν μπορείς να ξαφνιάσεις τον εαυτό σου, τότε είσαι ανίκανος για οποιαδήποτε δημιουργία.
Τι προσδοκάτε και από τι έχετε παραιτηθεί όσον αφορά το σύγχρονο ελληνικό θέατρο;
Νομίζω ότι είμαστε σε ένα πέλαγος και ότι οι Ελληνες, τόσο στο θέατρο όσο και αλλού, καλούνται να λειτουργήσουν σαν πλωτά νησιά. Επιβεβαιώνεται η πίστη μου ότι το θέατρο είναι από τα λίγα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε καλά, μη βοηθούμενοι. Ολοι ξέρουμε ότι η οικονομική διάσταση του επαγγέλματος έχει τραυματιστεί βαρύτατα. Βλέπω όμως την εικόνα μιας φυλής που έχει ανακαλύψει ένα εναλλακτικό νόμισμα –όχι τη δραχμή -, και αυτό είναι το αρχαίο νόμισμα της δόξας. Δόξα είναι η γνώμη των άλλων, και η ισοδυναμία της με πληρωμή είναι κάτι γνησίως ελληνικό. Θέλω να πιστεύω ότι αν υπάρχει επόμενη μέρα, όχι με όρους λειψανομαχίας, όπως στην πολιτική, θα υπάρχει και μια άλλη σχέση με τα πράγματα. Τηρουμένων των αναλογιών, το 2010 που επήλθε η καταστροφή, τερματίστηκε κι αυτή η καρικατούρα χρυσού αιώνος που επέτρεψε στους Ελληνες να έχουν σπίτια, δάνεια κ.λπ. Ηταν ο χρυσούς αιών του Καραμανλή, του Παπανδρέου, του Σημίτη, που τελείωσε –είναι ίδιον των χρυσών αιώνων να κρατούν όχι εκατό, αλλά τριάντα-πενήντα χρόνια. Αν εκείνος λοιπόν ήταν ο 5ος αιώνας, είμαστε ενώπιον του 4ου. Ακόμα και το θέατρο αλλάζει τότε και το βλέπει κι ο Πλάτωνας, επισημαίνοντας ότι οι άνθρωποι θορυβούν, ότι δεν υπάρχουν κι οι Σκύθες για να τηρήσουν την τάξη, ότι οι συγγραφείς ενδίδουν στα γούστα του κοινού, ονομάζοντας το καθεστώς «θεατροκρατία». Γι’ αυτό και εκείνος κάνει ένα σχήμα «off Broadway», που ήταν η Ακαδημία. Η Αθήνα ζει χωρίς Περικλή. Εχει, αντί για πολιτικό, έναν στρατηλάτη. Ομως η ζωή συνεχίζεται και οι άνθρωποι αναζητούν την παιδεία και τη φιλοσοφία για να οργανώσουν την αναζήτηση νοήματος της ύπαρξής τους, που πάντως δεν είναι οι κατεστημένοι πολιτικοί.
Είναι καλό, κακό ή τίποτε από τα δύο το γεγονός ότι στο τιμόνι του υπουργείου Πολιτισμού βρέθηκε ηθοποιός;
Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτό το υπουργείο δεν μπορεί να έχει μόνο τιμόνι.
info
«H Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου, έναρξη 18/11, Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, Φρυνίχου 14, τηλέφωνα ταμείου 210-3222.464 και 210-3236.732. Παραστάσεις: Σάββατο και Κυριακή στις 19.00, μέχρι την Κυριακή των Βαΐων (1 Απριλίου). Διάρκεια: 60 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ, 10 ευρώ