Σεναριογράφος στο «Τελευταίο σημείωμα», η Ιωάννα Καρυστιάνη, που έγραψε επίσης το σενάριο για τις «Νύφες» (η δε «Μικρά Αγγλία» αποτελεί ούτως ή άλλως μεταφορά του μυθιστορήματός της) και συνεργάστηκε και σ’ αυτό της ταινίας «Ψυχή βαθιά», αποτελεί το έτερον ήμισυ του Παντελή Βούλγαρη και μαζί αποτελούν ένα δίδυμο με πολιτιστική και καλλιτεχνική δράση που μοιάζει να αλληλοσυμπληρώνονται τόσο στις προσωπικές όσο και στις δημιουργικές τους εκφάνσεις. Με βαριά ιστορία πίσω της (ως φοιτήτρια και μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ βασανίστηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών) την οποία όμως αρνείται να εξαργυρώσει (εξακολουθεί να αρνείται κάθε πρόταση περί συμμετοχής στον πολιτικό στίβο), η Καρυστιάνη δείχνει σήμερα περήφανη για την επιτυχία της τελευταίας σύμπραξής της με τον Βούλγαρη – και το τελικό αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Συναντηθήκαμε στο σπίτι τους στο Χαλάνδρι για μια κουβέντα που ξεκίνησε από τη λογοτεχνία και το σινεμά και επεκτάθηκε στη δικαιοσύνη και τη ζωή. Ετσι πάνε αυτά.
Κυρία Καρυστιάννη, λένε πως η λογοτεχνία είναι μια περιπέτεια που συναντάς σε σένα, ενώ το σινεμά μια περιπέτεια που συναντάς στους άλλους. Συμφωνείτε μ’ αυτό;
Απολύτως. Το λέτε πάρα πολύ καλά γιατί στη λογοτεχνία πολλές φορές γράφεις το πρώτο χέρι και ανακαλύπτεις πως οι λογοτεχνικοί ήρωες πολλές φορές “τσινάνε”. Ζητούν εμβάθυνση. Αλλά ακόμα και τότε, οτιδήποτε προσθέτεις σ’ αυτούς προέρχεται από εσένα, αποτελούν δηλαδή αντανακλάσεις κομματιών του εαυτού σου. Στον κινηματογράφο πάλι, γράφεις κάτι και αυτό πρέπει να δοκιμαστεί από τους συνεργάτες σου. Και δεν μιλάω για τον σκηνοθέτη που ούτως ή άλλως πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο. Μιλάω για τους ηθοποιούς. Ερχονται οι πρόβες και ξαφνικά δεν έχεις μπροστά σου επινοημένους χαρακτήρες αλλά ζωντανούς ανθρώπους. Αυτό που κάνεις πρέπει να δοκιμαστεί από πολλές γωνίες αντίληψης.
Δεν είναι συναρπαστικό αυτό;
Ευλογημένο είναι! Εμένα το σινεμά με έχει βοηθήσει και στη λογοτεχνία αλλά και στη ζωή.
Στη ζωή, πώς;
Από παιδάκι… Φανταστείτε τώρα, πολυμελής οικογένεια στα Χανιά. Αλλος τρόπος διασκέδασης δεν υπήρχε. Τρύπωνα τζάμπα στον κινηματογράφο Απόλλωνα. Ημουν η μασκότ του. Ο διευθυντής του τότε, ο μακαρίτης ο Γιώργος ο Μπράιτ, με έβαζε μέσα σε όλα, κατάλληλα, ακατάλληλα, ήμουν πάντα εκεί, φτιάχνοντας ιστορίες με το μυαλό μου. Γιατί μετά καθόμασταν όλοι οι γείτονες και βεγγερίζαμε για το ποια ταινία είδε ο καθένας. Ε, αυτό δεν ήταν μόνο άσκηση… υποκριτικής, αλλά έπρεπε να βρεις και έναν τρόπο για να κρατήσεις το ενδιαφέρον τους. Από την άλλη, κρατάς μέσα σου και κάποιες ερμηνείες ηθοποιών που σε έχουν υποχρεώσει να σκεφτείς διαφορετικά για την ανθρώπινη ύπαρξη. Και αυτό είχε καλές συνέπειες και στο πώς πλησιάζω τους λογοτεχνικούς μου ήρωες.
Πείτε μου μερικές.
Ο Κερκ Ντάγκλας στο «Last cowboy». Ο Μπρους Ντερν στη «Νεμπράσκα» του Αλεξάντερ Πέιν. Ο Λόρενς Ολίβιε στον «Γελωτοποιό». Η Τζέραλντιν Πέιτζ στο «Ταξίδι στο Μπάουντιφουλ»!
Τι υπέροχο φιλμ!
Και εκείνη! Τόσο πληθωρική αλλά και πώς εξηγείται αυτό μέσα στο φιλμ. Ολα εκείνα που έχει μαζέψει μέσα της για τον γενέθλιο τόπο και το ρημαγμένο, έρημο σπίτι της. Πολλές ταινίες λοιπόν, πολλές ερμηνείες. Και εκεί βλέπεις πώς λειτουργούν οι αποχρώσεις, οι σιωπές. Πολλές φορές ένα εύγλωττο κοντινό πλάνο του ηθοποιού αξίζει όσο δέκα πυκνογραμμένες σελίδες. Και μπορεί αυτό το κοντινό να φωλιάσει μέσα σου, ακριβώς όπως ξεχωρίζεις έναν στίχο από ένα ποίημα.
Σε έναν καβγά του με τον Χέρτσοκ, ο Κίνσκι έλεγε πως «δεν υπάρχει πιο συγκλονιστικό τοπίο από ένα ανθρώπινο πρόσωπο».
Χέρτσοκ! «Η μάστιγα του Θεού»! Συμφωνώ απόλυτα. Και προσέξτε, δεν χρειάζονται λόγια. Και σιωπηλό να είναι το πρόσωπο, πολλές φορές αρκεί. Πολλές φορές μου λένε «τι όμορφους διαλόγους έγραψες εδώ» και εγώ σκέφτομαι πως θέλουν όλα κόψιμο γιατί τα πάντα υπάρχουν στα πρόσωπα των ηθοποιών.
Πώς μετατρέπει κανείς την ιστορική μνήμη σε κινηματογραφικό αφήγημα;
Καταρχήν, ακόμα αισθάνομαι περισσότερο πεζογράφος παρά σεναριογράφος. Εδώ, όταν ο Παντελής είχε πια αποφασίσει το θέμα της ταινίας και έπεσε στην περιπέτεια ανεύρεσης χρημάτων, δέχτηκα με δυσκολία να το αναλάβω. Αισθάνθηκα δέος και φόβο.
Φόβο γιατί;
Μα, το μεγάλο θέμα δεν υπόσχεται απαραίτητα και μια καλή ταινία. Γι’ αυτό θεωρώ τον κινηματογράφο την πιο προκλητική τέχνη. Είναι πιο δαπανηρή και απαιτεί και τη σύσταση μιας ευρείας συλλογικότητας περιορισμένου χρόνου. Μια ενορχήστρωση πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων. Απαιτεί και ιεράρχηση. Αλλά όλα αυτά προϋποθέτουν και ένα λειτουργικό σενάριο, το οποίο όμως, και τη στιγμή που τελειώνει, μοιάζει περισσότερο με προσύμφωνο. Επρεπε να δοκιμαστώ σε κάτι που δεν είχα ξανακάνει: Συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, που σημαίνει πως πρέπει να κρατήσεις ορισμένα βασικά πρόσωπα, και βέβαια έπρεπε να αντιμετωπίσω τα κενά της ιστορίας, και τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Πολλή δουλειά, έρευνα, πολλά ερωτήματα αλλά και η πεποίθηση ότι ο κινηματογράφος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη λογοτεχνία. Δεν έχεις να κάνεις με… τρελούς καλλιτέχνες που δημιουργούν στα σύννεφα. Εδώ έχεις να κάνεις με κάτι που προσωπικά με συγκλονίζει: με το άπαξ του γυρίσματος.
Δηλαδή;
Είμαστε στην Ελλάδα. Το γύρισμα γίνεται μία φορά. Δεν υπάρχουν τα λεφτά ούτως ώστε να πει κανείς, «δεν πειράζει που δε μου πέτυχε η σκηνή, θα τη ξαναβάλω στο πρόγραμμα την επόμενη εβδομάδα». Ξέρετε, είμαι κοντά σε κάθε στάδιο παραγωγής της ταινίας –και φυσικά στο γύρισμα. Επειδή ξέρω απ’ έξω το σενάριο, μπορώ πολύ γρήγορα να εντοπίσω πού μπορεί να γίνει μια μικρή περικοπή όταν προκύπτει κάτι. Θυμάμαι τώρα κάτι που μας είχε πει ο Ηλίας Καζάν: «Εκεί που νομίζεις πως έχεις τελειώσει τα πάντα σε ένα φιλμ, υπάρχει ένα περιθώριο βελτίωσης, περίπου στο δεκαπέντε τοις εκατό». Αυτό το έχει «δέσει» ο Παντελής. Βλέπει, ξαναβλέπει, και φυσικά όλοι βοηθάμε.
Η ταινία απογειώνεται στη σκηνή του χορού. Φαντάζομαι πως αποτέλεσε κομβικό σημείο στη συγγραφή του σεναρίου αλλά και στο γύρισμα.
Και στο μοντάζ… Ευτυχώς ήταν εκεί ο Αλέξανδρος (σ.σ. ο γιος του σκηνοθέτη, περισσότερο γνωστός και ως «The Boy», υπεύθυνος για την υπέροχη μουσική της ταινίας). Από τις οκτώ το βράδυ, μέχρι τις έντεκα, κάναμε πρόβες χορού. Και ο Αλέξανδρος τόνιζε στον Παντελή πως θα έπρεπε πρώτα οι ηθοποιοί να νιώσουν τον χορό και μετά να πάμε σε γύρισμα. Και φυσικά, είχε δίκιο. Σεναριακά να πούμε πρώτα απ’ όλα πως αυτό ήταν γεγονός: Οι άνθρωποι γλεντούσαν όλη τη νύχτα τον θάνατό τους και την αγάπη τους για τη ζωή και την πατρίδα τους. Ξέραμε πάνω – κάτω κάποια τραγούδια, αλλά ο Παντελής είχε την ιδέα όλο αυτό να συνοδεύεται και από χορό.
Πώς αισθανθήκατε βλέποντας το τελικό αποτέλεσμα;
Θα ήμουν αγνώμων να γκρινιάξω. Χάρη στην ταινία, ακούστηκε σε όλη την Ελλάδα το όνομα Ναπολέων Σουκατζίδης. Και η αντιναζιστική διάσταση της ταινίας, ειδικά στις μέρες μας, έχει μια βαρύτητα. Εβλεπα χθες στις ειδήσεις τι έγινε στην Πολωνία: ογδόντα χιλιάδες κόσμος, λέει, διαδήλωναν υπέρ της λευκής φυλής. Εχουν μπει ακροδεξιά και ναζιστικά μορφώματα σε όλα τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Στην Αυστρία πάει να σχηματιστεί κυβέρνηση. Μακάρι να δουν την ταινία όσοι πολίτες αισθάνονται απέχθεια γι’ αυτή την κατάσταση. Τώρα, την Τετάρτη, θα πάμε να προβάλλουμε την ταινία στο «Αθήναιον» στις 10 το πρωί, όπου και οργανώνουμε μια προβολή τιμητικά για τα παιδιά της Καισαριανής, δυο γυμνάσια κι ένα πολυκλαδικό, θα πάμε και αρκετοί από τους συντελεστές της ταινίας να τη δούμε μαζί τους, να απαντήσουμε σε ερωτήσεις τους. Ο Μανώλης ο Γλέζος, στα 95 του, οργώνει όλη την Ελλάδα και μιλάει με τα παιδιά. Δεν είναι μόνο το χθες, δεν μηρυκάζεις το χθες. Αποφασίζεις να κάνεις μια ταινία με τον παροντικό σου εαυτό επειδή κάτι σε αναστατώνει στο σήμερα. Δεν έχει να κάνει με αναμνησιολογία ή με κάτι ρετρό. Γιατί είναι πάντα μπροστά μας, τα κενά της μνήμης, της γνώσης και της δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη δίχως μνήμη δεν υπάρχει.
Info
Το «Τελευταίο σημείωμα», που προβάλλεται στους κινηματογράφους, αφηγείται την ιστορία του κομμουνιστή και συνδικαλιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος συνελήφθη από το καθεστώς Μεταξά, εξορίστηκε και κατέληξε στις φυλακές Ακροναυπλίας, απ’ όπου παραδόθηκε στους Γερμανούς μαζί με εκατοντάδες άλλους πολιτικούς κρατουμένους