Ο κλειστός φάκελος που έλαβα χθες (καλός φίλος της στήλης τον παρέδωσε στο θυρωρείο της εφημερίδας) είχε την ένδειξη «προσωπικό» και το πρώτο που σκέφθηκα με το που τον παρέλαβα ήταν πως θα αφορά κάποιο πρόβλημα του αναγνώστη μου, πρόβλημα που θα σχετίζεται με τη Δημόσια Διοίκηση, τη γραφειοκρατία κ.λπ.
Φευ, δεν επρόκειτο περί αυτού. Ηταν τρεις αποφάσεις της Διαύγειας του Γραφείου του Πρωθυπουργού, οι οποίες προφανώς προκάλεσαν, και σωστά, όπως θα αποδειχθεί εν συνεχεία, τον «πληροφοριοδότη» μου και εκείνος με τη σειρά του είπε να με ενημερώσει δι’ αυτού του τρόπου. Τι αναφέρουν οι αποφάσεις; Τα ακόλουθα εξόχως περίεργα, τα οποία μεταφέρω άνευ σχολίων (επί του παρόντος):
n απόφαση με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου και αριθμό πρωτοκόλλου ΔΑΠ 3280 για δαπάνη 700 ευρώ με αιτιολογικό «προμήθεια ειδών παντοπωλείου»
n απόφαση με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 2017 και αριθμό πρωτοκόλλου ΔΑΠ 3282 για δαπάνη 70 ευρώ που αφορά «προμήθεια ειδών ζαχαροπλαστικής»!
Αυτές τις δύο αποφάσεις τις αφήνω στην κρίση του αναγνώστη, εκείνου δηλαδή ο οποίος πηγαίνει σουπερμάρκετ και αγοράζει τα χρειώδη που λέγαμε παλιά, για τον ίδιο, την οικογένειά του, για το σπίτι του, με τα χρήματά του.
Δεν ασχολούμαι καν με το άθλιο φαινόμενο να χρεώνουν στον δημόσιο κορβανά ακόμη και τις πάστες ή τα κουλουράκια που αγοράζουν από το ζαχαροπλαστείο γιατί τους πέφτει το ζάχαρο ή συνοδεύουν τον καφέ με κουλουράκι –δείχνει μια ποιότητα αυτό το πράγμα, που δεν θέλω, αλήθεια, να το σχολιάσω, διότι ο καθένας, φαντάζομαι, έχει βγάλει τα συμπεράσματά του.
Αλλά αυτή τη δαπάνη των 700 ευρώ για «είδη παντοπωλείου» πώς να την καταπιείς; Τι διάολο κάνουν; Τι είναι αυτά τα «είδη παντοπωλείου» που καταναλώνονται με τόση ευκολία από το Γραφείο του Πρωθυπουργού και χρεώνονται στους φορολογουμένους; Τι αντιπροσωπεύουν; Ποιος ελέγχει πού πάνε; Διότι αν τα 70 ευρώ που μας χρέωσαν για γλυκά, μπορεί να πεις, κομμάτια να γίνει, τους τα κερνάμε, τα υπόλοιπα δύσκολα μπορείς να τα καταπιείς. Μία φορά να έχεις πάει σουπερμάρκετ, καταλαβαίνεις ότι είναι για… μεγάλη «οικογένεια» η δαπάνη των 700 ευρώ…
Θα αναφέρω απλώς ότι τις δαπάνες υπογράφει ένας κύριος Γιώργος Θεοχάρης με εντολή του γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργικού Γραφείου…
…και τα φάρμακά τους!
Αναφέρθηκα σε τρεις αποφάσεις που είχε ο φάκελος και έχω καταγράψει ήδη τις δύο, αυτές για τα είδη παντοπωλείου και τα είδη ζαχαροπλαστείου. Η τρίτη λοιπόν που έχω στα χέρια μου έχει ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 2017 και αριθμό πρωτοκόλλου ΔΑΠ 3266 και αφορά δαπάνη 113,86 λεπτών –την προσοχή σας, παρακαλώ, εδώ, επί του συγκεκριμένου -, η οποία δόθηκε, αναφέρεται ρητώς στην απόφαση, για την «προμήθεια φαρμακευτικού υλικού»!!!
Το θέμα όσο ευαίσθητο είναι, άλλο τόσο και εξοργιστικό. Επειδή είμαι καλόπιστος άνθρωπος, θα αποφύγω τη βδελυρή σκέψη ότι κάποιος από το Μέγαρο Μαξίμου αγόρασε τα φάρμακά του και χρέωσε τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή όλους τους φορολογουμένους. Θα μείνω σε αυτό που καταγράφει η απόφαση: ότι η δαπάνη αφορά την «προμήθεια φαρμακευτικού υλικού».
Και θα ρωτήσω, με όση ψυχραιμία μπορεί να διατηρήσει κανείς μπροστά σε κάτι τέτοιες προκλήσεις: Τι είναι αυτό το υλικό; Γιατί αγοράστηκε; Και ποιος έδωσε την εντολή; Εγινε με συνταγή γιατρού ή πήγε ο κλητήρας του Μαξίμου και αγόρασε ό,τι του κατέβηκε στο μυαλό;
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι μια απάντηση θα πρέπει να δοθεί. Επιτέλους, για το Γραφείο του Πρωθυπουργού πρόκειται…
Μικρόψυχοι
Ο μακαρίτης ο Κακαούνης (ο Νίκος Κακαουνάκης δηλαδή) έλεγε ότι στην κηδεία του καλού δημοσιογράφου πάνε η μάνα του, οι συγγενείς και οι φίλοι του. Δεν είχε άδικο. Στην κηδεία του Γιάννη Καψή που ήταν κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού Τύπου, δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά δεν ήταν και αυτό που θα περίμενε κανείς για έναν άνθρωπο από τα χέρια του οποίου πέρασαν δύο γενιές δημοσιογράφων. Ηταν πολλοί φίλοι του Παντελή και του Μανώλη, αλλά ελάχιστοι από τη γενιά που δούλεψε μαζί του στο «Εθνος» και «ΤΑ ΝΕΑ». Συμβαίνει. Δεν θα σταθώ σε αυτό, που εν πολλοίς έχει να κάνει με ό,τι κουβαλάει καθένας μέσα του. Θα αναφερθώ στην απουσία της πολιτικής εξουσίας από την κηδεία ενός ανθρώπου που τίμησε και την πολιτική με την παρουσία του. Αν και η κηδεία έγινε δημοσία δαπάνη, δεν παραβρέθηκε εκπρόσωπος της κυβέρνησης! Η κακομοιριά και η μικροψυχία που χαρακτηρίζουν αυτόν τον κόσμο που κυβερνάει, δεν επέτρεψαν να παραστεί ούτε ένας. Ο Τέρενς Κουίκ που «τράκαρα» στην εκκλησία δεν την εκπροσωπούσε: είχε έρθει ο άνθρωπος μόνος του για να τιμήσει τον Καψή που τον έβαλε στη δημοσιογραφία το 1966, ως δόκιμο ρεπόρτερ στο «Εθνος». Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η ηχηρή απουσία της κυβέρνησης προφανώς έχει να κάνει με το ότι ούτε ο Παντελής ούτε ο Μανώλης την έγλειψαν ποτέ, και κάτι τέτοια αυτοί τα κρατάνε…
Αναβολή
Ευτυχώς η Βουλή πήρε τη σωστή απόφαση και ανέβαλε την προγραμματισμένη για σήμερα συζήτηση. Με τουλάχιστον δεκαπέντε νεκρούς και άλλους δεκαπέντε τραυματίες στη Δυτική Αττική, δεν θα ήταν δόκιμο, λογικό, δεοντολογικό και δείγμα σοβαρής πολιτικής ηγεσίας να ξεσκίζονταν για πολλοστή φορά φέτος με αφορμή το δίκην Καραμουρτζούνη επίδομα στους χαμηλόμισθους και τους ανέργους.
Ευτυχώς, για μία φορά, κυβέρνηση και αντιπολίτευση ομονόησαν διότι δεν θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια συζήτηση την ώρα που κάποιοι μετράνε τις πληγές τους και κάποιοι άλλοι θρηνούν για την απώλεια των ανθρώπων τους.
Και ειλικρινά δεν θα μας λείψει, καθόλου μάλιστα, το απίθανο πινγκ-πονγκ κατηγοριών και αθλιοτήτων που προοιωνιζόταν η σημερινή αναβληθείσα συζήτηση. Είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα βρουν την ευκαιρία να το κάνουν το σόου –ούτε τα Paradise Papers ούτε η Siemens, αλλά ούτε και οι αντιδημοκρατικές ενέργειες και αποφάσεις της κυβέρνησης θα χάσουν την επικαιρότητά τους…
Μαθήματα
Τώρα θα μου πεις, τι να μας λένε οι δεκαπέντε νεκροί. Εδώ το 2007 ο Καραμανλής έστησε κάλπες, με 89 νεκρούς από τις πυρκαγιές, μόνο και μόνο γιατί δήθεν επειγόταν να πάρει μέτρα για την οικονομία, η οποία ήταν βέβαια… εύρωστη, όπως έλεγε, αλλά έπρεπε να τη θωρακίσει περισσότερο, αναβαπτιζόμενος με μια νέα λαϊκή εντολή. Και την έλαβε τη λαϊκή εντολή από τον… σοφό, όπως πάντα, ελληνικό λαό, πλην όμως ούτε μέτρα πήρε ούτε την οικονομία θωράκισε, με αποτέλεσμα να βυθιστούμε στην κρίση και, σχεδόν δέκα χρόνια τώρα, να μην μπορεί η χώρα να ορθοποδήσει.
Θα δεχθώ την επίκριση «τι κάθεσαι και θυμάσαι και συ τώρα», αλλά να με συγχωρούν όσοι βρίσκουν παράταιρη μια τέτοια αναγωγή στο παρελθόν –αν δεν θυμόμαστε τι έχει προηγηθεί, πώς θα αποφύγουμε μια επανάληψη στο μέλλον;