Να το σημειώσουμε από την αρχή: από τη στιγμή που το «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» του Νίκου Μπακουνάκη θα μπορούσε να έχει γραφεί ως ένα άκρως ενδιαφέρον ή και συναρπαστικό μυθιστόρημα, αλλά επιλέγεται η μορφή του χρονικού (ή μήπως μιας σχεδόν ημερολογιακής καταγραφής, ενός κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ καμωμένου με λέξεις, τέλος ως σημειώσεις για μια σύνθεση αξιοποιημένη με τον μη αποκρυπτογραφήσιμο κώδικα –όσο εξομολογητική κι αν παραμένει –μιας προσωπικής περιπέτειας), επόμενο είναι να διαβάζεται απνευστί. Πρόβλημα –και μάλιστα μεγάλο –θα υπήρχε αν το «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» είχε συλληφθεί σε ένα πρώτο στάδιο ως χρονικό και στη συνέχεια είχε ολοκληρωθεί με όσες ενδεχομένως αλλαγές θα «νομιμοποιούσαν» τη μετάβαση σε ένα άλλο είδος, σε μυθιστόρημα για παράδειγμα, ή εν πάση περιπτώσει σε μια αφηγηματική σύνθεση με μυθοπλαστική καταβολή.
Ολόκληρες στρατιές
Το αποδεικνύει περίτρανα ένα σχεδόν απτό γεγονός, τι ακριβώς συμβαίνει και ενώ ως χρονικό το «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» μαγεύει τον αναγνώστη, ως μυθιστόρημα στην καλύτερη περίπτωση θα τον προβλημάτιζε για μια πυκνή αναφορά που δικαιολογημένα θα μπορούσε να εκληφθεί ως «απορία ψάλτου βηξ»: δρόμοι, διασταυρώσεις δρόμων, σταθμοί του μετρό (μια καταγραφή τους θα έδινε έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό) μεταβάλλονται τώρα σε αρτηρίες που έχουν αιματωθεί και εξακολουθούν να αιματώνονται καθημερινώς χάρη σε ένα πλήθος ανθρώπων, στρατιές ολόκληρες, με κυριότερη ιδιότητά τους –των δρόμων και των σταθμών –να διαφυλάσσουν σαν ένα είδος κιβωτού τόσο την παρουσία της Μάρλεν Ντίτριχ όταν εγκαινιάζει στο βόρειο μέρος της 13ης οδού, το 1948, τον πρώτο μεταπολεμικό κινηματογράφο της Νέας Υόρκης, όσο και την παρουσία στο ιταλικό εστιατόριο «Moradi», στην 7η Λεωφόρο, μιας άγνωστης κυρίας που εκτρέφει κατσίκες στη φάρμα της των 30 εκταρίων στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Το γράφει άλλωστε πολύ χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Μπακουνάκης: «Στη Νέα Υόρκη η καθημερινότητα αποδεικνύει ότι η ζωή είναι ανώτερη από τη μυθοπλασία της».
Ωστόσο παρά τη ζωντάνια του, παρά τις πληροφορίες για περιστατικά όσον αφορά τη σημερινή ζωή της Νέας Υόρκης, που ακόμη κι αν καταγράφονταν ενώ πραγματοποιούνταν, παραμένει εντυπωσιακή η ακρίβεια της απόδοσής τους, ο Μπακουνάκης μοιάζει να ορθώνει ένα άβατο ώστε θα ήταν αδύνατον το βιβλίο του να συσταθεί ως ένα είδος ακόμα και υψηλού επιπέδου οδηγού. Το καθετί εξαρτάται από τον τρόπο θέασης του συγγραφέα ώστε οι άμεσα υποκειμενικές του αντιδράσεις, αν και ηχούν ως η συνισταμένη αντιδράσεων ενός συνόλου ανθρώπων, θα έχαναν το 90% της μαγείας τους σε περίπτωση που ζητούσε να τις ιδιοποιηθεί οποιοσδήποτε άλλος, ακόμα και ένας δεινός αλλά διαφορετικής κοσμοθεωρητικής τάξεως αφηγητής. Με λίγα λόγια την εμβληματική φυσιογνωμία του Φραντσέσκο, των πρώτων κιόλας σελίδων του βιβλίου, του επενδυτή για λογαριασμό τρίτων, από το Πουέρτο Ρίκο, που γνωρίζει πολύ καλά την Ελλάδα, αν και δεν θα ξαναγίνει λόγος γι’ αυτόν ώς το τέλος του βιβλίου, θα όφειλε όποιος συνέβαινε να γράψει για τη Νέα Υόρκη να τον «ανακαλύψει» ο ίδιος εξ υπαρχής, ακόμη κι αν θα ήταν το ίδιο ακριβώς πρόσωπο με αυτό που συνάντησε ο Μπακουνάκης.
Οσο κι αν μέρος μιας καταλυτικής γοητείας του βιβλίου οφείλεται στην «τρέλα» της Νέας Υόρκης, έτσι όπως τα δημόσια αποχωρητήρια του Μπράιαν Παρκ στο Μανχάταν που είχαν κλείσει για μια γερή ανακαίνιση με κόστος 280.000 δολάρια θα φιλοξενούν στους τοίχους τους αυθεντικά έργα τέχνης, μια και στους υποστηρικτές του πάρκου και των αποχωρητηρίων του συγκαταλέγονται και υπερεκατομμυριούχοι τύπου Αστορ και Ροκφέλερ, μπορεί να συνδυάζονται με την αιδεσιμοτάτη Γκουίνεθ Μέρφι που καλεί όσους δεν έχουν φέρει τα κατοικίδιά τους, να της δείξουν φωτογραφίες του δικού τους ζώου στο κινητό τους για να τα ευλογήσει (χορηγεί μάλιστα γραπτώς την ευλογία σε δίπλωμα), χρειάζεται να προσέξει κανείς τους αρμούς μιας διαστρωμάτωσης, όπως την επιχειρεί ο Μπακουνάκης, μη αναγνωρίσιμης ούτε και με την τρίτη ματιά –για την περίπτωση με την τρίτη ανάγνωση. Μια διαστρωμάτωση που κάνει αισθητή μια υπαρξιακή εξαλλαγή των κατοίκων της Νέας Υόρκης, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει κανείς αν αφορά μόνο τους μόνιμους κατοίκους της ή και τους περιστασιακούς επισκέπτες της. Αφορά μια καθαίρεση του «ανθρώπινου» μέσα στον άνθρωπο, που θα έλεγε κι ο συμπατριώτης του Μπακουνάκη, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, και ίσως η Λόρνα Λέιμπλ, η κόουτς ηθοποιών στη Μετροπόλιταν Οπερα, μια ακόμα συμπτωματική συνάντηση του συγγραφέα στη Νέα Υόρκη, όπως άλλωστε παραμένουν όλες του οι συναντήσεις στην πόλη αυτή, «εικονογραφεί» με τον πιο δραστήριο τρόπο την εξαλλαγή που σημειώσαμε.
Να συναντιέσαι δηλαδή με τους άλλους χάρη σε μια συγκυρία, να ανταλλάσσεις μέσα σε λίγα λεπτά μαζί τους τα εσώψυχά σου, με τη σχέση στη συνέχεια να μη διαγράφεται καν πιθανή αλλά εντελώς ανύπαρκτη κι ωστόσο να αισθάνεσαι πως όσο λίγο κι αν διήρκεσε η έξοδος από το καβούκι σου, η επικοινωνία κάθε άλλο παρά λειψή υπήρξε. Θα έλεγε κανείς πως όλες οι σχετικές συναντήσεις του Νίκου Μπακουνάκη στο «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» είτε πραγματοποιούνται σε ένα μπαρ, είτε σε ένα θέατρο, είτε στην αποβάθρα ενός σταθμού (όπως με την Εβραία Ρεβέκα που δεν ανάβει ποτέ το Σάββατο το φως, έχοντας αφήσει τα φώτα του σπιτιού της αναμμένα από την Παρασκευή και που θα ξυρίσει το κεφάλι της όταν θα παντρευτεί καθότι «ορθόδοξη Εβραία»), συνιστούν στην ουσία σχέσεις που όσο κι αν τους λείπει το δραματικό βάθος τις διαπερνά μια εξαίσια πνοή ποίησης.
Στίβεν Κρέιν
Νίκος Μπακουνάκης
Ταξίδι στη Νέα Υόρκη
Εκδ. Πόλις
Σελ. 108
Τιμή: 10 ευρώ