Τελικά ο γέρος πάει ή από πέσιμο, ή από θέρισμα, ή από μέρισμα. Αποκρουστικό θέμα –ξεκοκαλίζοντας τις εφημερίδες βρίσκω συχνά πολύ περισσότερο ενδιαφέρον σε μη πολιτικές ειδήσεις και είναι πολλές. Προχτές διαβάζω ότι βρέθηκε πάνω σε ένα έργο του Βαν Γκογκ μια ακρίδα κολλημένη, ενσωματωμένη στον πίνακα, κάτω απ’ το χρώμα. Αυτή η ακρίδα έχει προϊστορία 128 ετών, όση και η ζωγραφιά του μεγάλου καλλιτέχνη. Το γεγονός ερμηνεύεται απ’ το ότι ο Βαν Γκoγκ συχνά ζωγράφιζε έξω στη φύση και η ακρίδα έπεσε και κόλλησε πάνω στην ζωγραφική επιφάνεια –ίσως και να την άφησε επίτηδες εκεί ο καλλιτέχνης, σαβανωμένη μέσα στο χρώμα, εις μνήμην.
Αμέσως σκέφτηκα ότι προ μηνός, μέσα στο έξοχο μέλι που πήρα από έναν φίλο, τον Γιώργο τον Γούσια, καταγόμενο απ’ την Δρακότρυπα Καρδίτσας κι ανοίγοντας το γυάλινο, σφραγισμένο δοχείο, βρήκα εντός μια τέλεια νεκρή μέλισσα. Ηταν ανέγγιχτη, άφθαρτη, σαν ζωντανή. Είχε πέσει μέσα στο δημιούργημά της και αυτό την κράτησε άσπιλη, έξω απ’ τη φθορά –όπως η Τέχνη τον καλλιτέχνη. Η μέλισσα μού θύμισε εκείνον τον σπαρτιάτη στρατηγό, τον Αγησίπολι, που έλαβε μέρος στην πολιορκία της Ολύνθου, τραυματίστηκε σε μια σύγκρουση στην Τορώνη, και αποσύρθηκε για να αναρρώσει σε μια κοντινή πόλη, την Αθυτο, ή Αφυτη που είναι σήμερα γνωστό θέρετρο της Χαλκιδικής, δίπλα στην Κασσανδρεία. Οντας στην Αθυτο ο στρατηγός πέθανε απ’ το τραύμα του. Και υπήρχε τότε νόμος και παράδοση στη Λακεδαίμονα, σύμφωνα με τον οποίο τα σώματα των στρατηγών που σκοτώνονταν σε εκστρατείες ή οπουδήποτε να τα επιστρέφουν οι λοιποί στρατιώτες και να θάβονται εν τιμή στη γενέτειρα πόλη. Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που αυτό δεν συνέβη είναι με τον σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα που σκοτώθηκε στην Αμφίπολη πολεμώντας τον αθηναίο δημαγωγό Κλέωνα, που επίσης έπεσε σε εκείνη τη μάχη. Οι Αμφιπολείς, επειδή θεωρούσαν τον Βρασίδα ήρωα της πόλεως, τον έθαψαν κατ’ εξαίρεση εντός του άστεως σε ξεχωριστό τάφο που υπάρχει ακόμα μέσα στο μουσείο της Αμφίπολης. Τον στρατηγό Αγησίπολι, λοιπόν, που πέθανε στην Αθυτο, για να τον μεταφέρουν οι λοιποί Σπαρτιάτες στην πόλη τους, τον τοποθέτησαν όρθιο μέσα σε ένα υψηλό πήλινο κιούπι γεμάτο με μέλι Χαλκιδικής, και το σφράγισαν αεροστεγώς. Ετσι, μετά από κανέναν μήνα ταξίδι έφτασαν στην Σπάρτη και ενταφίασαν με τις δέουσες τιμές το σώμα του στρατηγού, το οποίο παρέμενε ανέγγιχτο, λαμπρό, άφθαρτο τόσες μέρες.
Προ καιρού έκανα επίσκεψη στο Αγιον Ορος, στη Μονή Σταυρονικήτα, όπου ανάμεσα σε άλλα συγκλονιστικά, βλέπω και την περίφημη εικόνα του Αγίου Νικολάου του Στρειδά. Είναι ένα μικρό ψηφιδωτό (42 Χ 34 εκ.) που βρίσκεται στον δεξιό χορό του καθολικού. Κατά το παραδιδόμενο, μου λέει ο καλόγερος που με ξεναγεί, την ανέλκυσαν αλιείς από τον βυθό της θάλασσας, όπου είχε μείνει επί αιώνες, και τη χάρισαν στους μοναχούς. Πότε είχε ριχτεί στο νερό είναι άγνωστο, αλλά υποτίθεται ότι ποντίστηκε στα χρόνια της Εικονομαχίας –κατά μια άλλη, πιο επιστημονική εκδοχή, ρίχτηκε στη θάλασσα περί το 1306 από καταλανούς πειρατές (από τότε προκαλούσαν προβλήματα οι Καταλανοί). Οπότε πρέπει να έμεινε στον πάτο γύρω στα 280 έτη. Μπορεί όμως να πετάχτηκε κι από τους Αγαρηνούς σε κάποια επιδρομή, άρα να έμεινε λιγότερο. Αβέβαιο και το πότε βρέθηκε, αλλά είναι πιθανό αυτό να συνέβηκε κατά την ανέγερση της Μονής στη δεκαετία του 1580, επί Πατριάρχου Ιερεμίου Β’!
Ο καλλιτέχνης –συνεχίζει ο γέροντας –που την έφτιαξε χρησιμοποίησε κάπως χοντρές ψηφίδες, αλλά κατάφερε να δώσει τη χαρακτηριστική έκφραση της ευλάβειας και του δέους που ήθελε στο πρόσωπο του ιεράρχη. Ο Αγιος, όπως βλέπεις, σε κιτρινωπό φόντο ώχρας και φορώντας ιμάτιο καφετί με δύσκαμπτες πτυχώσεις, κρατάει με το αριστερό χέρι ένα τετραβάγγελο και με το δεξί ευλογεί. Στο μέτωπο έχει ένα τραύμα, μια ξηραμένη πληγή που κατεβαίνει ώς το αριστερό μάτι, από ένα στρείδι που είχε κολλήσει εκεί κι απολιθώθηκε μέσα στους αιώνες, ενώ η εικόνα παρέμενε στον βυθό της θάλασσας. Απ’ αυτό πήρε ο Αγιος και το όνομα: Στρειδάς.
(Είναι μια πολύ πρόωρη περίπτωση όπου η πραγματική, η φυσική ζωή παρεμβαίνει –έστω κατά τύχη –στην Τέχνη και τη σημαδεύει. Οπως αποκαλύφθηκε τώρα στο έργο του Βαν Γκογκ με την ακρίδα).
Ενώ μιλούσε ο γέροντας σκεφτόμουνα την ομιλία πού είχα κάνει πριν από έναν μήνα στο Καλαμαρί –αμέσως μετά με καλεί ο διευθυντής στο γραφείο του, για καφέ. Πίσω του στον τοίχο είχε σε αφίσα και σε μεγάλο μέγεθος, μέσα σε κορνίζα, τον γνωστό όρθιο ναύτη του Τσαρούχη, τον ντυμένο στα λευκά –μια απ’ τις καλύτερες ζωγραφιές του καλλιτέχνη. Μπαίνει τότε στο γραφείο, για λίγο, και η καινούργια καθαρίστρια να γνωρίσει τον διευθυντή –κάνει έναν γύρο στον χώρο να προσανατολιστεί, μετά στέκεται για μισό λεπτό, βλέπει επίμονα τη ζωγραφιά του Τσαρούχη και λέει θαυμαστικά:
–Κύριε διευθυντά, τι ωραίος που ήσουνα νέος, όταν υπηρετούσες στο Ναυτικό!…
(Να τη πάλι η ζωή μέσα στην Τέχνη).
Ο διευθυντής δεν καταλαβαίνει στην αρχή, αλλά μετά γυρίζει, κοιτάζει τον ναύτη του Τσαρούχη, ξέρει ότι δεν μπορεί να της εξηγήσει και της απαντάει χαμογελώντας συγκρατημένα:
–Μια φορά είν’ τα νιάτα.
Ενώ εκείνη έχει ήδη βγάλει το πατσαβούρι και ξεσκονίζει προσεκτικά την κορνίζα της αφίσας –αλλά, τότε, εκεί στη Μονή, ο γέροντας συνεχίζει:
–Οταν βγάλανε το στρείδι η εικόνα μάτωσε, κατά τα θρυλούμενα. Και το Πατριαρχείο αποφάσισε, έκτοτε, η Μονή Σταυρονικήτα να τιμάται και να λαμπρύνεται στο όνομα του Αγίου Νικολάου του Στρειδά.
–Δεν είναι και ο προστάτης των Ναυτικών; Ρωτάω δειλά.
–Βεβαίως, κατεξοχήν, απαντά ο γέροντας.
Αρα, σκέφτομαι, αφού μπλέκεται έτσι η ζωή με την Τέχνη, μάλλον ο Αγιος Νικόλαος ο Στρειδάς των Ναυτικών θα προστατεύει και τον φίλο διευθυντή του Καλαμαρί. Ή, έστω, τον ζωγραφισμένο ναύτη του Τσαρούχη.