Η ορμητική νύστα
Σε αντίθεση με το σκοτεινό, βίαιο «Πολυτεχνείο ’80», με τους νεκρούς Ιάκωβο Κουμή και Σταματίνα Κανελλοπούλου, η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1981 είχε μια έκδηλη αμηχανία. Επικεφαλή της πορείας ήταν εκτός των άλλων υπουργοί της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Υψιτενείς, καινούργιες άφθαρτες φιγούρες, αλλά όμως υπουργοί, κράτος, εξουσία. Υπήρχε σε μεγάλο μέρος του τότε φοιτητόκοσμου μια μορφή μελαγχολίας σ’ αυτή την υπερνομιμότητα, ένα συνοφρύωμα για την ιστορική βεβαίωση μιας εξέγερσης, που πλέον γίνονταν κράτος. Τώρα εμείς, τι; Ο καθένας έχανε το εύκολο κέντρο που τον όριζε πολιτικά στα μόλις 7 χρόνια δημοκρατίας. Εκτοτε, ιδίως απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, η επέτειος έψαχνε να βρει περιεχόμενο, να ανακαλύψει λίγα εξεγερσιακά ίχνη. Για πολλά χρόνια φαίνονταν σα μια κουρασμένη προσπάθεια να ξυπνήσουν τα κοιμισμένα συνθήματα, να ξαναβρούν το χαμένο ρίγος τους, να ξαναζήσουν, 60άρηδες, τον παλιό βρασμό. Εψαχναν κάτι απ’ τη χαμένη νεανική τους ευρωστία, οι δε πιτσιρικάδες ίσως και να επινοήσουν λίγο απ’ τα «πολυτεχνεία της γενιάς μας». Η επέτειος για πολλές δεκαετίες τρέκλιζε σε μια νοηματική και συναισθηματική κάμψη που εξελίσσονταν στον πολιτικό φορμαλισμό. Η τεράστια στροφή στην κατανάλωση, στη μόδα, στην εντατική χαρά διαμόρφωσε ένα εύπλαστο ιδανικό που επηρέασε και την πολιτική ερμηνεία της επετείου. Ηταν απλό, δε μπορούσες να χαρείς, γιατί σου έφεραν δώρο όλα τα αυτοκινητάκια. Ο υλικός και συμβολικός κορεσμός δημιουργούσε μια κοινωνική νύστα. Κατά κάποιο τρόπο, η χορτασιά ή εύκολη κατάληψη όλων των νοημάτων, ο κόρος απ’ την επιβεβαίωση όλων των φαντασιώσεων (η δεκαετία του ’90 ήταν η δεκαετία της τέλεσης, της πραγμάτωσης), υπονομεύει και την ίδια τη μνήμη. Γιατί η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι μια σκληρή άσκηση μνήμης. Οχι γιατί χάθηκε η εξεγερσιακή αιτία, αλλά γιατί χάθηκε η ικανότητα να καταλαβαίνεις τον αχό της. Η φετινή επέτειος σκιάζεται απ’ τους θανάτους και τις καταστροφές. Η αυθαιρεσία στη δόμηση και οι πολυετείς αποψιλώσεις λόγω πυρκαγιών, αλλά και η έφεση του αυτοδιοικητικού και κεντρικού πολιτικού συστήματος να κολακεύει τη βολή του καθενός επέτρεψαν την τυχαία πολεοδόμηση, την κατά τύχη ρυμοτομία, την από σπόντα οργάνωση αστικού ιστού, την κατά λάθος περιαστική φύση. Καμένα δάση, μπαζωμένα ρέματα, απολύτως αυθαίρετη κατάληψη και οικοδόμηση χώρου στην πραγματικότητα απονοηματοδοτούν και την έννοια της πόλης και την ουσία της κατοίκησης ή της βιομηχανικής και παραγωγικής χρήσης. Το φάντασμα της επετείου αντιστοιχεί σε πολλά άλλα φαντάσματα. Στο φάντασμα της πόλης, στο φάντασμα της εργασίας, στο φάντασμα της ευνομίας, των ρυθμισμένων δημοκρατικών σχέσεων, στο φάντασμα μιας ανεπιτήδευτης αλληλεγγύης. Η χώρα μας και ο λαός μας διάγει ούτε θυμάται, ούτε διδάσκεται, ούτε πιστεύει. Κοιτάζει το αμάξι να κουτρουβαλάει στο χείμαρρο, να χτυπάει δεξιά αριστερά στους αυθαίρετους μαντρότοιχους, να σφηνώνει στο άτυχο μπαλκόνι του φουκαρά. Εκπλήσσεται και καταναλώνει τη μετάπλαση απ’ τη ζώνη της θέλησης και του σφρίγους στο έλος μια αξιοδάκρυτης, άβουλης και νωθρής θλίψης.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων