Το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Γιόζεφ Ροτ «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ» αρχίζει με έναν σλοβένο φαντάρο, ονόματι Τρόττα, να σώζει στη μάχη του Σολφερίνο τη ζωή του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ, ρίχνοντάς τον στο έδαφος, γλιτώνοντάς τον στο δευτερόλεπτο από τα εχθρικά πυρά. Για το ενστικτώδες ανδραγάθημά του, ο Τρόττα προάγεται σε λοχαγό, παρασημοφορείται, του απονέμεται τίτλος ευγενείας, γίνεται αριστοκράτης…
Καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, πέφτει στα χέρια του ένα αναγνωστικό του δημοτικού. Κατάπληκτος διαβάζει την αγιογραφία του «Ηρωα του Σολφερίνο», ο οποίος –έτσι ισχυρίζεται το εκπαιδευτικό βιβλίο –διέσπασε καβάλα στο κανελί του καθαρόαιμο τις γραμμές του εχθρού και φόρτωσε τον αυτοκράτορα στη σέλα του. «Πού να το βρω εγώ το καθαρόαιμο;» σπεύδει ο Τρόττα να διαμαρτυρηθεί με γράμμα στους υπευθύνους. «Εγώ ήμουν ένας φουκαράς χωριάτης!». «Τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται πάντα αλλαγμένα στο σχολείο» του απαντούν εκείνοι. «Τα παιδιά έχουν ανάγκη από παραδείγματα κατανοητά, που θα χαραχτούν βαθιά στην ψυχή τους. Την ακριβή αλήθεια θα τη μάθουν αργότερα…». Παρόμοια είναι και η στάση του αυτοκράτορα που τον δέχεται σε ακρόαση. «Ο κόσμος ζει με ψέματα» του λέει, φιλοσοφικά σχεδόν. «Εγώ δεν το μπορώ, μεγαλειότατε…» βαριαναστενάζει ο Τρόττα και παραιτείται από τη στρατιωτική καριέρα του.
Τη σύγχυση, στα όρια της απελπισίας, του Τρόττα θα δοκίμαζε κάποιος που είχε λάβει μέρος στα γεγονότα τον Νοέμβριο του 1973, εάν παρακολουθούσε μια σχολική γιορτή για το «Επος του Πολυτεχνείου».
Θα άκουγε τους δασκάλους –βάσει οδηγιών του υπουργείου –να υμνούν μια παλλαϊκή εξέγερση η οποία γκρέμισε την τυραννία. Ηταν ανθρωποθάλασσες, όχι λίγες εκατοντάδες, οι φοιτητές που κατέλαβαν εξαπίνης το Μετσόβιο και σχετικά πολυάριθμοι οι πολίτες που τους συμπαραστάθηκαν. (Μόλις που γέμιζαν, στην πραγματικότητα, την Πατησίων και τα γύρω στενά, στη μεγάλη πλειονότητά τους οι Αθηναίοι είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους…). Δεν υπήρχαν ηγέτες μεταξύ τους. Τα ονόματα του Κώστα Λαλιώτη, ο οποίος διαπραγματεύθηκε με τον επικεφαλής των τανκς, και της Μαρίας Δαμανάκη, που μιλούσε από τον αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό σταθμό, αποσιωπούνται ως τιμωρία προφανώς για τις μετέπειτα επιλογές τους. Τονίζεται αντιθέτως το γεγονός ότι η Σοφία Βέμπο έκρυψε στο διαμέρισμά της φοιτητές –γεφυρώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο τα δύο έπη, το Πολυτεχνείο και το ’40. Για την ανατροπή, λίγες μέρες αργότερα, του Παπαδόπουλου από τον ακόμα πιο σκληρό και έτοιμο να προδώσει, «αόρατο» δικτάτορα Ιωαννίδη, ούτε κουβέντα. Το πραξικόπημα στην Κύπρο, η εισβολή των Τούρκων, η κατάρρευση του σάπιου καθεστώτος στην Αθήνα, η Μεταπολίτευση αποτελούν διαφορετικό κεφάλαιο της Ιστορίας μας. Το οποίο δεν διδάσκεται.
Διόλου παράξενο λοιπόν που οι Αγανακτισμένοι στις πλατείες το 2011 φώναζαν «η χούντα δεν τελείωσε το ’73!» (και όχι το ’74). Αυτό τους είχαν μάθει, αυτό έλεγαν. Ούτε θα έπρεπε προσωπικά να εκπλαγώ με τον μαθητή της Α’ Γυμνασίου ο οποίος προσπαθούσε να με πείσει πως μόλις το τανκ γκρέμισε την πύλη, οι φοιτητές βγήκαν από το Πολυτεχνείο και έκαναν πορεία μέχρι την αμερικανική πρεσβεία. Δεν αποκλείεται και ο ίδιος ο καθηγητής του να είχε μπερδέψει καλόπιστα το ιστορικό γεγονός με τον τρόπο που γιορτάζεται…
Πού σταματά η εκλαΐκευση, πού ξεκινά η διαστρέβλωση;
Πώς προσδοκούμε από τους Ελληνες να διαθέτουν πολιτική ωριμότητα, όταν τους έχουμε εξ απαλών ονύχων φλομώσει στο ψέμα; Πώς να μην έχουν το θράσος οι ακροδεξιοί και οι νεοναζί να αμφισβητούν την εξέγερση και τους νεκρούς της, όταν η δημοκρατική ηγεσία, δεκαετίες τώρα, στην προσπάθειά της να ωραιοποιήσει το Πολυτεχνείο και να το φορέσει φωτοστέφανο, το καταντάει κιτς;
Αντί για ένα απέριττο μνημείο για όσους ανθρώπους χάθηκαν τον Νοέμβριο του 1973, για όσα ιδανικά διαψεύστηκαν στην πορεία των χρόνων, σηκώνονται γυαλιστερά μάρμαρα, ανεμίζουν πλαστικά λάβαρα, παίζουν θούρια στη διαπασών. Ο τάδε πρόεδρος νεολαίας καταθέτει στεφάνι, τα φλας αστράφτουν, η περιφρούρηση τον προστατεύει από τους μπαχαλάκηδες. Ο δείνα αρχηγός κόμματος επαναλαμβάνει την περσινή του δήλωση για την επέτειο, η οποία μοιάζει ανατριχιαστικά με την προπέρσινη και την αντιπροπέρσινη. Καθώς γερνάει, οι λέξεις του ηχούν ολοένα και πιο κούφιες. Ενώ αρθρώνει, ο νους του ταξιδεύει αλλού, στα ντολμαδάκια που έφαγε στη χθεσινή συνεστίαση, στην ξανθιά που του γυάλισε…
«Τι ήταν το Πολυτεχνείο;» με ρώτησε προχθές η κόρη μου. «Ενας κεραυνοβόλος έρωτας!» της είπα. «Ο οποίος γιορτάζεται σαν θλιβερός γάμος…».