Χάρη σε μια παράξενη κλιματική συγκυρία, η κυβέρνηση βουλιάζει περίπου όπως ανέβηκε: μέσα στη λάσπη.
Ο πανικός όμως είναι κακός σύμβουλος στην πολιτική.
– Δείχνει φόβο, μου έλεγε προχθές ένας συνομιλητής μου.
– Τι φοβούνται;
– Εμείς δεν ξέρουμε. Αλλά εκείνοι ξέρουν.
Στη Ρωσία το «καθεστώς Πούτιν» ψήφισε έναν νόμο με τον οποίο νομιμοποιείται να κλείνει όσα μέσα ενημέρωσης θεωρεί ότι είναι «πράκτορες των ξένων».
Καλομελέτα κι έρχεται.
Διότι η λογική δεν διαφέρει. Κυβερνητικές εφημερίδες καταγγέλλουν κάποια κυρία που ασχολείται με επενδύσεις επειδή ενημέρωσε ξένους επενδυτές για την (κατά τη γνώμη της) αρνητική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Δεν ξέρω αν έχει δίκιο, ούτε με νοιάζει.
Εξ όσων γνωρίζω όμως, αυτή είναι η δουλειά μιας συμβούλου επενδύσεων και κρίνεται από τους πελάτες της. Οι κυβερνητικές εφημερίδες έχουν ενδεχομένως άλλη άποψη και κρίνονται από τους αναγνώστες τους. Εως εδώ κανένα πρόβλημα –πλην του αισθητικού…
Το πρόβλημα ξεκινάει όταν το γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού επιτίθεται στην αξιωματική αντιπολίτευση μιλώντας για «διασπορά καταστροφολογικών ψευδών ειδήσεων» και για «διατεταγμένη υπηρεσία».
Ομολογώ ότι τέτοια φρασεολογία έχει να ακουστεί στην Ελλάδα από την εποχή της χούντας.
Μόνο τότε και με πανομοιότυπη διατύπωση («διασπορά ψευδών ειδήσεων», «διατεταγμένη υπηρεσία») κατηγορούσαν οι Σταματόπουλοι κι οι Ζουρνατζήδες όσους αμφισβητούσαν το «οικονομικό θαύμα» της «Εθνικής Κυβερνήσεως» στο εξωτερικό.
Ευτυχώς δεν φτάσαμε ακόμη εκεί. Αλλά ο Πούτιν δείχνει τον δρόμο για τα υπόλοιπα.
«Ο νόμος είναι αυτό που πιστεύουμε εμείς» ανακοίνωσε χθες στη Βουλή ο βουλευτής (του ΣΥΡΙΖΑ) Θεοφύλακτος.
Κούνια που τον κούναγε. Διότι ο προσδιορισμός του νόμου από το ντέρτι του εκάστοτε βουλευτή, η ανακήρυξη μιας προπαγάνδας σε εθνικό αφήγημα και η αναγόρευση της κυβέρνησης σε συμφέρον της χώρας είναι λογικές άγνωστες στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Σε αυτές η κυβέρνηση εκπροσωπεί όσους την ψήφισαν, ασκεί νομίμως την πολιτική που επέλεξε και κρίνεται γι’ αυτό. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Μετά την πτώση του Τείχους και τη διάλυση της Στάζι, «εχθροί του λαού και της χώρας» δεν υπάρχουν. Ιδίως όταν οι «φίλοι του λαού» είναι καρπαζοεισπράκτορες του ΔΝΤ.
Γι’ αυτό κάθε πολίτης ή κάθε πολιτική δύναμη μπορεί να σκέφτεται ό,τι γουστάρει για την κυβέρνηση ή την οικονομία και να διατυπώνει την κρίση του όπου γουστάρει, όταν γουστάρει και σε όποιους γουστάρει. Χωρίς να διώκεται, να αστυνομεύεται ή να απειλείται.
Τα υπόλοιπα είναι για όσους βουλιάζουν στη λάσπη της Δυτικής Αττικής, πανικόβλητοι και φοβισμένοι.
Τι φοβούνται;
Εμείς ενδεχομένως δεν ξέρουμε. Αλλά εκείνοι ξέρουν.