Oχι ότι δεν είναι σημείο των μουδιασμένων καιρών, αλλά οι περίφημοι «Δαιμονισμένοι» της Στέγης και κυρίως ο σκηνοθέτης τους μαγνητίζουν τις βαρύγδουπες δημοσιογραφικές εκφράσεις: «μηδενιστές» αλλά και «προφήτες», «τρομοκράτες» αλλά και «αυτόχειρες» οι ήρωες, «ανελέητη εμπειρία» η παράσταση και βεβαίως «αντισυμβατικός» ο Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, «ριζοσπαστικός αισθητικά και πολιτικά». Ισως φταίνε εκείνοι οι «Αδελφοί Καραμάζοφ» του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, με τους οποίους ο 42χρονος σκηνοθέτης συστήθηκε πέρυσι στο ελληνικό κοινό: η παράσταση είχε αφήσει τότε κάμποσα στόματα ανοιχτά.
Ισως όμως φταίει και κάτι ακόμα: το ίδιο το έργο δεν περιγράφεται με μετριοπάθεια. Το εξηγούν καλύτερα μερικοί από τους, έλληνες αυτή τη φορά, ηθοποιούς του Μπογκομόλοφ, που θυμούνται την αναγνωστική εμπειρία τους –και όχι μόνο –από το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι: ολοκληρώνοντάς το, ο Μιλτιάδης Φιορέντζης κατάλαβε ότι χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερη προσοχή· ενώ το διάβαζε, η Ελενα Τοπαλίδου ένιωθε τρόμο –«κάτι σαν σαρκική απόγνωση»· και η Μαρία Πανουργιά επιβεβαίωσε ότι τον Ντοστογέφσκι τον διαβάζεις και σε διαβάζει κι εκείνος. «Ακόμα και ο τίτλος επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Τι σημαίνει ακριβώς; Είναι όντως τέτοιοι οι ήρωες; Νομίζω ότι θα μπορούσαν να λέγονται και “Απελπισμένοι”».
Η ίδια υποδύεται τρεις ρόλους: τη Βαρβάρα Πετρόβνα, μητέρα του κεντρικού ήρωα Νικολάι Σταβρόγκιν, την εμμονική μαζί του Λίζα και τη Μαρία Σάτοβα, σύζυγο ενός αλλοτινού ακολούθου του. Ο Φιορέντζης είναι ο μοναχός Τύχων, στον οποίο ο πρωταγωνιστής εξομολογείται τις πράξεις του. Και η Τοπαλίδου, σε μια τυπική για τον Μπογκομόλοφ συνθήκη αγνόησης των φύλων, ερμηνεύει τον Νικολάι Σταβρόγκιν. «Είναι μισάνθρωπος», λέει, «αβάσταχτα εγωπαθής, υπαρξιακά δυστυχισμένος, δειλός, ανειλικρινής, αλλά και με μια παιδική αθωότητα. Για τους άλλους όμως είναι φως, γοητεία, ομορφιά, “άπιαστο όνειρο”, έρωτας, στόχος, πάθος, ένας παράλογος σωτήρας». Υπάρχει άραγε κάποια φράση του που να τον αντιπροσωπεύει; «Δεν ξέρω» αποκρίνεται. «Η πρώτη που μου έρχεται στον νου είναι ένα ψέμα: “Δεν έχω πειράξει παιδιά”».
Είτε έχει διαβάσει κανείς το ντοστογεφσκικό μυθιστόρημα, που επικεντρώνεται σε μια πόλη της τσαρικής Ρωσίας παραδομένης στον μηδενισμό και στο χάος, είτε όχι, η πιο προφανής υπόθεση είναι ότι πρόκειται για έργο πολιτικό. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για την παράσταση, όμως η Τοπαλίδου είναι κάθετη. Κατά τη γνώμη της, ο Μπογκομόλοφ αναζητά κάτι πολύ κρυμμένο και βαθύ πίσω από την επιφανειακά πολιτική διάσταση. Πρόκειται για έναν προθάλαμο θανάτου εκτός τόπου ή χρόνου, όπου γίνονται συναντήσεις προσώπων, καθένα από τα οποία έχει μια ειδική σχέση με τον θάνατο.
Από τη μεριά του, ο Φιορέντζης αφενός βλέπει τους «Δαιμονισμένους» σαν ένα κείμενο μεγάλου μεγέθους που ψιθυρίζει τις ατέλειες του κόσμου και αφετέρου θεωρεί την απόπειρα να δοθεί ήχος στην πολυπλοκότητα του ανθρώπου σαν μια πολιτική πράξη από μόνη της. Η Πανουργιά δεν διαφωνεί: το πολιτικό σχόλιο για τον θρησκευτικό φανατισμό λ.χ. είναι παρόν, συνυπάρχει όμως με την προσωπική πλευρά του ήρωα, του σκηνοθέτη, αλλά και του ίδιου του Ντοστογέφσκι. «Εχει περάσει στην Ιστορία σαν ένας θρήσκος συγγραφέας» καταλήγει η ηθοποιός. «Εδώ όμως έχουμε μια διαφορετική ανάγνωση».
Δεν υπάρχουν δηλαδή αντιστοιχίες με το σήμερα; Ποιοι είναι οι σύγχρονοι έλληνες, ρώσοι ή διεθνείς «Δαιμονισμένοι»; «Είναι τα πλάσματα που ερωτεύονται τον θάνατο και πηγαίνουν σε αυτόν παίρνοντας και άλλους μαζί τους. Αρα αναγνωρίζουμε αμέσως τη νέα μορφή τρομοκρατίας που απειλεί την ανθρωπότητα. Είναι οι ευτυχισμένοι αυτόχειρες που ονειρεύονται τον θάνατό τους και τον σκηνοθετούν ελπίζοντας σε έναν “νέο άνθρωπο” που δεν θα φοβάται να πεθάνει» εξηγεί η Τοπαλίδου.
Η Πανουργιά κάνει λόγο για αναφορές της παράστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον φασισμό που απλώνει ξανά τον ιστό του, στον θρησκευτικό φανατισμό όχι μόνο του Ισλάμ αλλά και του χριστιανισμού, πέραν όλων αυτών όμως, στην παράσταση βλέπει και κάτι σαν μεταφυσική της Ευρώπης. Και ο Φιορέντζης πιστεύει ότι το θέμα δεν είναι μόνο μια χώρα ή μια ήπειρος. «Αν οι “Δαιμονισμένοι” είναι μια κυψέλη ανθρώπων που συζητούν συνεχώς για τον θάνατο», επισημαίνει, «που δεν βασανίζονται ποτέ για τα εγκλήματά τους, που δεν συγχωρούν ούτε παρηγορούν, που θέλουν να καταπλήξουν τον κόσμο με τον βαθμό της κακίας τους, αν είναι ήρωες και ταυτόχρονα παρωδία ηρώων, τότε δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς στην Ελλάδα, τη Ρωσία ή την Ευρώπη για να τους απαντήσει. Μια προσεκτική ματιά μέσα μας είναι αρκετή».
«Υπαρξιακή δυστυχία», «προθάλαμοι θανάτου», «βαθμοί κακίας». Τελικά, εκείνες οι βαρύγδουπες εκφράσεις σαν να μην απέχουν και τόσο από την αλήθεια που βιώνει όποιος τουλάχιστον εμπλέκεται με την παράσταση του Μπογκομόλοφ. Η φήμη του ενίοτε προηγείται της δουλειάς του –εξού και τα βραβεία, οι διακρίσεις, τα sold out για παραστάσεις όπως «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, «Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ, «Μαύρο χιόνι» του Μπουλγκάκοφ, «Η Δίκη» του Κάφκα ή «Ο ηλίθιος» και οι «Αδελφοί Καραμάζοφ».
ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΟΓΚΟΜΟΛΟΦ. Η συνεργασία μαζί του, πάντως, μοιάζει γοητευτική για έναν ηθοποιό. «Το πιο προκλητικό κομμάτι της δουλειάς μαζί του είναι η απουσία κυριολεξίας και η απαίτηση της απλότητας, η εστίαση να κρύψουμε παρά να δείξουμε, η δοκιμασία να ζωγραφίζει κανείς όχι με έντονα χρώματα αλλά με λεπτές αποχρώσεις» τονίζει ο Φιορέντζης. Η Πανουργιά ξέρει ότι είναι απαιτητικό πράγμα οι αλλαγές μέχρι την τελευταία στιγμή, ξέρει όμως επίσης κι ότι είναι όλες τους ενδιαφέρουσες, ότι διέπονται από ποίηση και ρομαντισμό. Η Τοπαλίδου συνοψίζει ως εξής: «Η συνεργασία με τον Μπογκομόλοφ είναι σαν ένας ζωντανός οργανισμός που αναπνέει, ζητάει, τρομάζει, θυμώνει, κλαίει, φοβάται, χαίρεται, πεινάει, διψάει, ερωτεύεται, μισεί, λαχανιάζει».
Κι ας βαρύνεται ο σκηνοθέτης με χαρακτηρισμούς πομπώδεις. «Δεν είναι αυτοσκοπός η πρόκληση, το αντίθετο. Στην πραγματικότητα τολμάει και δεν φοβάται να αντικρίσει θέματα που ίσως ο ίδιος ο πολιτισμός μας δεν αντέχει να θίξει» πιστεύει η Τοπαλίδου. «Για μένα, είναι ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης με άποψη. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που έχουν έναν δικό τους κόσμο και είναι φυσιολογικό να έχουν συμπάθειες και αντιπάθειες. Το προβληματικό θα ήταν αν έλειπαν αυτά από το θέατρο» συμπληρώνει εκείνη που ερμηνεύει τη μητέρα του. Και ο μοναχός που ακούει την εξομολόγησή του καταλήγει στο προφανές: «Αυτό που για μένα είναι ακραίο, για κάποιον άλλον είναι συνηθισμένο. Ευτυχώς η τέχνη είναι ανοιχτή σε τέτοιου είδους αμφισημίες».