Είτε κρυστάλλινο το ποτήρι με τη σφραγίδα της J&L Lobmeyr, είτε από απλό γυαλί αγορασμένο από φθηνομάγαζο της Καπαλί Τσαρσί, στον πάτο του περίσσευε πάντοτε η ίδια κενοδοξία.
Με κάθε δυνατή ρουφηξιά της αλκοόλης, ο Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου έβλεπε μπροστά του τον παλιό σπουδαίο αθλητή, τον Ηρακλή Τσέπης που σήκωνε τρεις φορές το βάρος του και αποθεωνόταν από το διψασμένο για νίκες τουρκικό έθνος.
Ο άλλοτε Σουλτάνος του τουρκικού αθλητισμού δεν άντεξε την εξορία από τη δημοσιότητα. Στην προσπάθειά του να δραπετεύσει βούτηξε στα Στενά του Οινοπνεύματος και δεν κατάφερε ποτέ να βγει στη στεριά της πραγματικότητας.
Τα παλάτια του γκρεμίστηκαν, οι υπηρέτες του εξαφανίστηκαν και η αυτοκρατορία του διαλύθηκε.
«Αφήστε με να πεθάνω», έλεγε, μη αντέχοντας να σηκώνει άλλο το βάρος ενός άνισου αγώνα.
Αυτός που έκανε τις μπάρες να λυγίζουν με τα ατσαλένια χέρια του, λύγισε σαν λεύκα στον δυνατό αέρα.
Σαν άλλος Γκαρίντσα , Τζορτζ Μπεστ και Σόκρατες, έχυσε την παρηγοριά σε ένα γυάλινο ποτήρι και πορεύτηκε μέχρι τον Αχέροντα με την πραγματική του διάσταση των 147 εκατοστών.
Η δόξα αποδείχθηκε εφήμερη, τόσο όσα και τα δευτερόλεπτα που χρειαζόταν για να σηκώσει τον κόσμο με τα μικρά του χέρια ως άλλος Ατλαντας. Sic transit gloria mundi.