Ηταν πραγματικό πρόσωπο ο Πέερ Γκυντ; Ναι, αρκετές πηγές λένε ότι ήταν κι ότι η ζωή του έγινε λαϊκό παραμύθι της Σκανδιναβίας. Το 1867 ο Ερρίκος Ιψεν το διασκεύασε για το θέατρο, αγνοώντας συνειδητά όλες τις σκηνικές συμβάσεις της εποχής, που δύσκολα μπορούσαν να υποστηρίξουν την έκταση, τις εναλλαγές σκηνικών ή το μείγμα ρεαλισμού και φαντασίας που είχε κατά νου ο Νορβηγός. Δεν γινόταν όμως αλλιώς. Στο κάτω κάτω μιλάμε για έναν ήρωα που ξεκινά από τα βουνά της Νορβηγίας θέλοντας να ζήσει ως «αυτοκράτωρ του εαυτού του», που εγκαταλείπει τη μητέρα του, θυσιάζει τον έρωτά του για τη μόνη γυναίκα που τον αγάπησε, περιπλανιέται στα πέρατα του κόσμου, γίνεται δουλέμπορος στην Αφρική, λαθρέμπορος στην Κίνα ή υποστηρικτής των Τούρκων έναντι της ελληνικής επανάστασης, μόνο και μόνο για να καταλήξει στο φρενοκομείο του Καΐρου κι από εκεί πίσω στην πατρίδα του, όπου συνειδητοποιεί ότι πάντοτε υποκρινόταν κάποιον άλλον.
Περιπέτειες δηλαδή που, τηρουμένων των αναλογιών, δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνες ενός σύγχρονου Οδυσσέα. Ή ενός ηθοποιού –και αυτή είναι μια σύγκριση που ο πιο πρόσφατος (και ένας από τους σπάνιους) Πέερ Γκυντ του Εθνικού Θεάτρου, ο Δημήτρης Λιγνάδης, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ομότιτλης παράστασης, αναγνωρίζει ως δόκιμη. Στο πλάι του, η Στεφανία Γουλιώτη, η Νάνσυ Μπούκλη ή ο Ιερώνυμος Καλετσάνος. Ηθοποιοί κι εκείνοι που, όπως και ο ήρωας του έργου, σύμφωνα με τον Λιγνάδη, είναι πάντοτε χωρισμένοι μεταξύ του «εδώ και τώρα» και του «εκεί και τότε».
Στο Εθνικό Θέατρο, ο «Πέερ Γκυντ» έχει ανέβει όλες κι όλες δύο φορές: το 1935 και το 2002. Ηταν θέμα συγκυριών, σκηνικών δυσκολιών ή κάτι άλλο;
Είναι από όλες τις απόψεις ένα πάρα πολύ δύσκολο έργο. Κατ’ αρχάς, όπως κι ο Ιψεν έχει πει, δεν είναι έργο, αλλά ποίημα. Διαθέτει πολλές θεατρικές ομορφιές, αλλά και πολλά αντιθεατρικά στοιχεία: μακροσκελείς μονολόγους, δέκα τουλάχιστον θεματικές, ποιητικό λόγο. Αν επίσης ανέβει ολόκληρο, διαρκεί πεντέμισι ώρες. Εχει πενήντα δύο σκηνικά, άπειρα κοστούμια, σαράντα άτομα διανομή. Είναι σαν ένα έπος, μια σάγκα, μια «Οδύσσεια». Μια «Οδύσσεια» του ανθρώπινου εγώ. Με άλλη Ιθάκη και με άλλου τύπου Πηνελόπη. Πρέπει λοιπόν να ανέβει υπό μια οπτική γωνία. Εμείς επιλέξαμε τη γωνία ενός γέρου Πέερ Γκυντ που αφηγείται την ιστορία της ζωής του.
Τι σας τράβηξε σε αυτή;
Με τραβάει οτιδήποτε μη νατουραλιστικό, οτιδήποτε θυμίζει παραμύθι. Και ο «Πέερ Γκυντ» είναι ένα παραμύθι αλληγορικό. Οχι για παιδιά, ίσως όμως ούτε και για μεγάλους: λέει τόσο μεγάλες αλήθειες, γυρνάει έναν τέτοιο καθρέφτη στον κόσμο, που δεν ξέρω πόσο μπορεί να τον αντέξει κανείς. Με τραβούν επίσης οι θεματικές του: μιλάει για έναν άνθρωπο που περνάει όλη τη ζωή του περιφρουρώντας το εγώ του. Σήμερα, η επιταγή του δυτικού ανθρώπου είναι «να είσαι ο εαυτός σου». Κάτι όμως που εμπεριέχει έναν κίνδυνο: το να είσαι ο εαυτός σου είναι σαν να μην έχεις ανάγκη τον άλλον. Σαν να συνεργάζεσαι μαζί του, αλλά χωρίς να συνυπάρχεις. Υπάρχει βέβαια και η θεατρική διάσταση του έργου: στην πέμπτη πράξη, ένας ήρωας λέει στον Πέερ Γκυντ «μη φοβάσαι ότι θα πεθάνεις, γιατί ο πρωταγωνιστής δεν πεθαίνει πριν τελειώσει η πέμπτη πράξη». Εχουμε λοιπόν αυτόν τον μπρεχτισμό, εκατό χρόνια πριν από τον Μπρεχτ. Τέλος, με ενδιαφέρει το κεφάλαιο «γυναίκα», ως μάνα και ως ερωμένη. Οπως και η απουσία του πατέρα.
Ακούγεται λες και το έργο αποτελεί ασαφή πρόλογο των προβληματισμών που δεκαετίες αργότερα θα απασχολούσαν τον Φρόιντ.
Ακριβώς. Είναι σαν ένας προ-Φρόιντ. Αν κάποιος έπιανε την παράσταση ψυχαναλυτικά, θα είχε πολλή δουλειά. Φανταστείτε ότι στο τέλος ο Πέερ Γκυντ πηγαίνει στη Σολβάιγ, που τον περιμένει ογδόντα χρόνια, έχοντας αποφασίσει να επιστρέψει στη γυναίκα που εξαπάτησε περισσότερο από όλους και να της υπογράψει ένα χαρτί με τις αμαρτίες του. Εκείνη του λέει ότι δεν αμάρτησε ποτέ. Και τότε τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια; Ηταν μέσα στην καρδιά της, στο μυαλό της, χάρη σε εκείνον η ζωή της έγινε το πιο ωραίο τραγούδι. Τότε εκείνος αναλύεται σε λυγμούς και την προσφωνεί γυναίκα, ερωμένη, μάνα άσπιλη και αναμάρτητη. Σαν να προσφωνεί μια Παναγία και μια Εύα ταυτόχρονα, σαν να τις ενώνει σε ένα. Πράγμα που, κατά τον Φρόιντ, δεν μπορεί να δεχτεί ένας άντρας. Ο άντρας χωρίζει τις γυναίκες σε μάνες και σε πουτάνες. Μάνες είναι οι καλές, οι φίλες, οι οποίες όμως δεν κάνουν τα αίσχη που μας καυλώνουν. Αυτές είναι οι πουτάνες. Υπάρχει ένα φοβερό δίπολο στην ανδρική ψυχολογία, που ο Ιψεν το γεφυρώνει. Ή έστω το θέτει.
Το έργο γράφεται την εποχή της έκρηξης του καπιταλισμού, όταν οι άνθρωποι δοκίμαζαν ίσως για πρώτη φορά την αγωνία να πετύχουν και να αποδείξουν ότι είναι κάποιοι. Είναι μια αγωνία που έχει καταπραϋνθεί σήμερα;
Καθόλου. Ο άνθρωπος απλώς προσπαθεί να πάρει άλλα μονοπάτια: το φερόμενο ως δεξί, όπου διενεργεί ως ο εαυτός του, ή το αριστερό, όπου επιχειρεί να υπάρξει μέσω μιας ψευδούς επανάστασης. Ποτέ όμως ο άνθρωπος δεν έκανε επανάσταση στο εγώ του. Προσπαθεί να αλλάξει τα πάντα γύρω του, εκτός από τον εαυτό του.
Στη ζωή ενός ηθοποιού, ενός σκηνοθέτη, υπάρχει η σύγκρουση μεταξύ χιμαιρικών πόθων και αυτογνωσίας; Λύνεται ποτέ;
Φυσικά υπάρχει και δεν λύνεται ποτέ. Ο άνθρωπος του θεάτρου, ο ενεργός, όχι ο κατ’ όνομα, είναι χωρισμένος σε δύο ημισφαίρια. Σε αυτό του «εδώ και τώρα», της πραγματικότητας, και σε αυτό του «εκεί και τότε», του ρόλου, του έργου, της χίμαιρας. Αν υπήρχε μόνο το ένα ημισφαίριο, θα ήμαστε κλινικές περιπτώσεις. Αν υπήρχε μόνο το άλλο, αν έλειπαν η χίμαιρα, η ποίηση, η φαντασίωση, δεν θα ήμαστε ηθοποιοί, αλλά κανονικοί άνθρωποι. Συνυπάρχουν λοιπόν, αντιπαλεύουν, είναι σε μόνιμη αντιδικία με το Σύμπαν, ωστόσο θεωρώ ότι αυτή η διαπάλη, μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου, πραγματικού και φαντασιακού, επί σκηνής και εκτός σκηνής, είναι μια ευλογία για τον ηθοποιό. Αυτή η τερατική φύση είναι μια ευλογία.
Τα ελληνικά θεατρικά πράγματα ευνοούν αυτήν τη διαπάλη ή προκρίνουν το ένα μέρος της;
Δεν θεωρώ ότι η κινητικότητα είναι κατ’ ανάγκη κίνηση. Οπως η ερωτικότητα δεν είναι κατ’ ανάγκη έρωτας, η δημιουργικότητα, κατ’ ανάγκη δημιουργία. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει μια έκρηξη –για οικονομικούς λόγους; Υπαρξιακούς; Δεν ξέρω –χιλιάδων ηθοποιών στην ελληνική επικράτεια. Μια προσφορά πολύ μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Μεγαλώνοντας όμως ο παρονομαστής του κλάσματος, μικραίνει η αξία του. Αυτό που σίγουρα πρέπει να βελτιωθεί είναι η εκπαίδευση σε όλους τους τομείς –και μιλάω και ως φιλόλογος και ως πολίτης. Η θεατρική εκπαίδευση είναι ακόμη σε σπαργανώδη κατάσταση. Σε κατάσταση βολέματος, προχειρότητας, ανοργανωσιάς. Δεν υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο για να τη θωρακίσει. Ευτυχώς κάτι πάει να κάνει το Εθνικό, όλα αυτά όμως θα πρέπει να είναι μακρόπνοα. Πρέπει να πει κανείς ότι θα ετοιμάσει μια γενιά μορφωμένων, υποψιασμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων που θα έρθουν σε τριάντα χρόνια. Οι δραματικές σχολές ετοιμάζουν τον ηθοποιό. Τα σχολεία και οι σχολές ετοιμάζουν το κοινό. Πάσχουν και τα δύο.
INFO
«Πέερ Γκυντ» του Ερρίκου Ιψεν στο Εθνικό Θέατρο (Κτίριο Τσίλλερ – Κεντρική Σκηνή, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210-5288.170-171), από 23/11 έως 4/2/18. Σκηνοθεσία – διασκευή: Δημήτρης Λιγνάδης. Τιμές εισιτηρίων: 22, 17, 10 ευρώ (φοιτητικό), κάτοχοι κάρτας ΟΑΕΔ 5 ευρώ. Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, ενιαία τιμή 15 ευρώ. Παρασκευή, {LF}ενιαία τιμή 13 ευρώ