Δεν περίμενε κανείς να ακούσει τον Πρωθυπουργό χθες στη Βουλή να δηλώνει ότι το μέρισμα οφείλεται σε ένα πλεόνασμα «δυστυχίας, τραγωδίας, ακόμη και αίματος», όπως είχε κάνει τον Μάρτιο του 2014. Περίμενε όμως να τον ακούσει να λέει τουλάχιστον ότι το μέρισμα δεν συνιστά κοινωνική πολιτική. Και περίμενε να εξηγήσει με ειλικρίνεια στο Σώμα και τους πολίτες από πού και με ποιον τρόπο εξοικονομήθηκαν αυτά τα χρήματα.
Ο λόγος είναι απλός: μπορεί οι κυβερνήσεις να διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα, αλλά η ιδιοκτησία ανήκει στους φορολογουμένους. Σε αυτούς οφείλουν να αποδίδουν συνεχώς λογαριασμό για τα πεπραγμένα τους. Και ασφαλώς να μη μοιράζουν μέρος αυτών των χρημάτων σαν άλλοι Αϊ-Βασίληδες και σαν χριστουγεννιάτικο μποναμά, αλλά με τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που αρμόζει σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Δυστυχώς ο Πρωθυπουργός επέλεξε για άλλη μια φορά την τακτική του εμπαιγμού. Απέφυγε να δώσει εξηγήσεις για το γεγονός ότι το υπερπλεόνασμα είναι προϊόν μιας υπερφορολόγησης που όμοιά της δεν έχει γνωρίσει αυτός ο τόπος. Απέκρυψε το γεγονός ότι το υπερπλεόνασμα προέκυψε επίσης από τη μη απόδοση των συντάξεων ή από το άγριο ψαλίδι στις δημόσιες επενδύσεις –ανάμεσα σε αυτές, φευ, ήταν και τα αντιπλημμυρικά έργα.
Παίρνοντας πολλά από τους πολλούς για να δώσει λίγα σε λίγους, τους οποίους επίσης έχει υπερφορολογήσει, η κυβέρνηση έκανε μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Η προσπάθειά της και η αγωνία της να εμφανιστεί φιλολαϊκή είναι προφανής. Αλλά, όπως θα έλεγε ο θυμόσοφος λαός, φιλολαϊκή πολιτική με ξένα κόλλυβα δεν γίνεται.