«Προφανώς και ήταν απαραίτητο να την βρίσω». Μίλησε ως αυθεντία φύσει ή θέσει; Είναι ο πολίτης Νίκος Καρανίκας που εξήγησε χθες γιατί άφησε ελεύθερο τον προσωπικό του βόθρο; Ή ο πρωθυπουργικός σύμβουλος; Από την απάντηση θα κριθεί και ένα άλλο ερώτημα. Θα φανεί εάν υπάρχει λόγος να ασχολείται κανείς μαζί του όταν στέλνει ένα «τσουλί να πάει να γ…θεί για να στρώσει» ή εάν πρέπει να αδιαφορήσει για την περίπτωσή του περίπου όπως έχει αποφασίσει να μη σχολιάζει τους χρυσαυγίτες όταν ανοίγουν το καπάκι των δικών τους οχετών.
Μια απάντηση δίνει ο ίδιος ο Καρανίκας. Οταν λέει ότι «κάτι ήθελε να κάνει η κυρία και αποδεικνύεται» δεν είναι ο προβιβασμός από την κατηγορία της «τσούλας» σε εκείνη της «μαντάμ» που έχει σημασία, ούτε η έφεση στη συνωμοσιολογία. Είναι η έμμεση αναφορά στον θεσμικό του ρόλο, η αυτεπίγνωση ότι όταν συνομιλεί με πολίτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μιλάει ως συνεργάτης του Πρωθυπουργού. Υπονοώντας ότι η πολίτης εκτελούσε κάποιο σκοτεινό σχέδιο, ο Καρανίκας παραδέχεται ότι μπορεί να είναι στόχος λόγω της ιδιότητάς του.
Και τότε γιατί απασφαλίζει τόσο; Γιατί δεν συγκρατείται, για να μη βασανίζεται τουλάχιστον από τις συνωμοσιολογικές του υποψίες; Δεν το κάνει ασφαλώς για να ασχολούνται μαζί του. Το κάνει επειδή έχει αφαιρέσει ως περιττό το θεσμικό υπόβαθρο από τον θεσμικό του ρόλο. Επειδή έτσι ερμήνευσε εκείνη τη δήλωση του Πρωθυπουργού στη Βουλή ότι «εμένα οι συνεργάτες μου είναι του λαού». Αυτός είναι ο λαός στο μυαλό του Καρανίκα. Είναι κάτι που δεν απέχει και πολύ από τον εαυτό του, κάτι που η αυθεντία του εκφράζει –πώς αλλιώς; –αυθεντικά.