Μία εβδομάδα έμεινε για τις εκλογές στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Για μια δημοκρατική γιορτή που ξεκινά από παλιά. Από το 1864, με την πρώτη κατοχύρωση στο Σύνταγμα του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, και το 1865, όταν ιδρύθηκε ο πρώτος σύλλογος ως σωματείο, ώς την ψήφιση του νόμου «Περί δικηγορικών συλλόγων» το 1908, τις πρώτες εκλογές στον ΔΣΑ το 1909 –που είχαν διαρκέσει δεκαπέντε ημέρες! -, χωρίς να ξεχνάμε όμως και τη μαύρη παρένθεση των διορισμένων διοικήσεων.
Και φτάνουμε στο σήμερα, με τη σύνθεση, το πλήθος και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δικηγορικού σώματος αισθητά διαφοροποιούμενα στο πέρασμα των δεκαετιών και τις συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος ριζικά επιδεινούμενες.
Θα φανταζόταν άραγε κανείς μας, όταν επέλεγε να δώσει εξετάσεις για τη Νομική, τη σημερινή καθημερινότητα της πλειονότητας των δικηγόρων; Τον αγώνα επιβίωσης μέσα σε αναξιοπρεπείς και αναχρονιστικές συνθήκες; Την αγωνία, όταν στο τέλος του μήνα το ταμείο, υπό το βάρος των ασύλληπτων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, καταλήγει να είναι μείον παρά την υπερπροσπάθεια; Τα προβλήματα των εμμίσθων και την επισφάλεια, ιδίως των νέων δικηγόρων;
Κι όμως, παρά την αλλαγή συνθηκών και δεδομένων, ο συνδετικός ιστός της δικηγορικής ιστορίας παραμένει η συμμετοχή μας στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, η πίστη μας στην έννοια του Δικαίου και η διάθεση να προσφέρουμε τις γνώσεις μας σε όποιον προστρέχει σε εμάς. Οχι γιατί μας το χρωστάει, αλλά γιατί μπορούμε να ανταποκριθούμε σε σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς, να υπερασπιστούμε έννομα συμφέροντα και δικαιώματα σε κίνδυνο.
Αξίες σαν αυτές, μαζί με την εύλογη φιλοδοξία για κοινωνική καταξίωση, συνέθεταν το νεανικό όνειρο καθενός μας όταν περνούσαμε για πρώτη φορά το κατώφλι του ΔΣΑ στην Ακαδημίας.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν βάζοντας τάξη στα του οίκου μας. Ο ΔΣΑ είναι το σπίτι μας και πρέπει να εκσυγχρονιστεί προσφέροντας καινοτόμες υπηρεσίες, μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων και διαφάνειας. Να αφήσουμε πίσω μας την παλαιοκομματική νοοτροπία και τις μάχες οπισθοφυλακής. Που και αναποτελεσματικές είναι, και τις χάσαμε σχεδόν όλες, και μας στιγμάτισαν ως συντεχνία. Να βρούμε τρόπους –και υπάρχουν –να «παντρέψουμε» την κοινωνική ζήτηση με την επαγγελματική προσφορά.
Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία ο κάθε δικηγόρος καλείται να διακρίνει και να επιλέξει. Στις εκλογές μας βέβαια δεν ψηφίζουμε για Βουλή και πρωθυπουργό, που όλα θα τα σφάζει και όλα θα τα μαχαιρώνει, που θα εξαφανίσει την επόμενη μέρα ως διά μαγείας όλα μας τα προβλήματα. Μικρό καλάθι λοιπόν. Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να ανακατευθύνουμε το νήμα της δικηγορικής ιστορίας προς ένα μέλλον καλύτερο. Δεν είναι μόνο ζήτημα επαγγελματικής επιβίωσης. Είναι, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη πολύ ταλαιπωρημένη, και θέμα αξιοπρέπειας.