«Ποτέ µην υπερτιµάς τη νοηµοσύνη των ψηφοφόρων σου». Αυτή είναι η στερεότυπη οδηγία που δίνει ένας σύµβουλος επικοινωνίας σε κάθε πολιτευτή που επιθυµεί να κολυµπήσει µε αξιώσεις στα θολά ύδατα του λαϊκισµού. Είναι αλήθεια πως, ακόµη και ο πιο αδαής πολιτευτής, εκείνος που δεν διαθέτει ούτε µια µονάδα υψηλότερο από το µέσο IQ των πολιτών που τον στέλνουν στο Κοινοβούλιο, παρασύρεται µερικές φορές από τον ενδοκοµµατικό ανταγωνισµό –«µην ξεχνάς ότι έξω από το κόµµα σου είναι οι αντίπαλοί σου», έχει πει ο απαράµιλλος Ουίνστον Τσόρτσιλ, «µέσα στο κόµµα σου είναι οι εχθροί σου» –και ακονίζει τα επιχειρήµατά του σε βαθµό, όχι µονάχα αχρείαστο, µα πολύ συχνά και ζηµιογόνο, δεδοµένου ότι κανένας εν δυνάµει ψηφοφόρος σου δεν ενθουσιάζεται όταν µε τη στρυφνή σου ρητορική τού υπενθυµίζεις πόσο ηλίθιος είναι. Βεβαίως, υπάρχουν και κάποιοι σύµβουλοι επικοινωνίας που το παραξηλώνουν. Θεωρούν ότι οι ψηφοφόροι δεν έχουν καν νοηµοσύνη. Είναι συµφύρματα εμμονών, ανοησιών και προκαταλήψεων. Δεν σπαταλάς τον χρόνο σου μαζί τους λιγότερο από τις ώρες που εξηγείς το πυθαγόρειο θεώρημα στον σκύλο σου.
Αυτές οι μισάνθρωπες θεωρίες δεν είναι καινούργιες. Θα τις συναντήσουμε ήδη από το 1895 στην Ψυχολογία των μαζών (Ζήτρος, 2004) του γάλλου ψυχολόγου και εθνολόγου Γκιστάβ λε Μπον. Πρώτος ο Λε Μπον θα χρησιμοποιήσει τον όρο μάζα –έναν όρο που θα καταχραστεί τον επόμενο αιώνα τόσο η αντικοινοβουλευτική Δεξιά όσο και η αντικοινοβουλευτική Αριστερά. Κατά τον Λε Μπον, η μάζα έχει νοημοσύνη νηπίου και θυμικό ξαναμμένης σκύλας. Ο Αδόλφος Χίτλερ, που δυσκολευόταν να ξεχωρίσει μια σκύλα, όπως τη δική του Μπλόντι, από μια ξανθιά bimbo, όπως την επίσης δική του Εύα Μπράουν, ισχυριζόταν ότι τη μάζα πρέπει να τη χειραγωγείς με τον ίδιο τρόπο που χειραγωγείς μια γυναίκα. Το γιατί, από την άλλη μεριά, ένας βλάκας ένιωθε ανασφαλής κατά μόνας, αλλά χαλυβδωνόταν η αυτοπεποίθησή του στην αγκάλη της μάζας, μας το εξηγεί επαρκώς τον Μάρτιο του 1937 ο αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μούζιλ στην περίφημη ομιλία του Περί βλακείας (Μίνωας, 2017): «Υπάρχει ένας κατώτερος μέσος όρος πνεύματος και ψυχής που ξετσιπώνεται απολύτως από την ανάγκη να κομπάσει με το που βρεθεί υπό την προστασία του κόμματος, του έθνους, της αίρεσης ή του καλλιτεχνικού ρεύματος και του επιτραπεί να χρησιμοποιεί αντί του Εγώ την αντωνυμία Εμείς».
Εντούτοις, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι αναφερόμαστε σε προπολεμικές κοινωνίες, με τεράστιο έλλειμμα πληροφόρησης και διαδεδομένο ακόμη τον αναλφαβητισμό. Μεταπολεμικά, ο αναλφαβητισμός καταπολεμήθηκε, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Ιδίως μετά τη διάδοση των προσωπικών υπολογιστών και κάθε σχετικού gadget, η ανεύρεση μιας πληροφορίας δεν προϋπέθετε περισσότερο κόπο από το να ανοίξεις το ψυγείο σου. Θέλεις όμως από κάποια αίσθηση χιούμορ του Πανάγαθου, ο παραδοσιακός αναλφαβητισμός αντικαταστάθηκε από τον λειτουργικό αναλφαβητισμό: μπορούσες να διαβάσεις, αλλά δεν μπορούσες πια να κατανοήσεις τι στο διάολο διάβαζες. Οι λέξεις περνούσαν μπροστά από τα μάτια σου σαν αιγυπτιακά ιδεογράμματα. Η ικανότητά σου να ξεσκαρτάρεις την αληθινή είδηση από τη fake είχε κονιορτοποιηθεί από ένα τσουνάμι πληροφόρησης και παραπληροφόρησης σε κοινή συσκευασία. Ετσι επιστρέψαμε στην περίοδο όπου το μήνυμα έπρεπε να μεταφερθεί πάλι μέσω της εικόνας. Για να γίνει αντιληπτό ότι μας μιλάει ένας συγγραφέας, έπρεπε να στηθεί μπροστά σε μια βιβλιοθήκη. Για να κατανοήσουμε ότι ένας αντιπεριφερειάρχης δίνει την προσωπική του μάχη με τις πλημμύρες, έπρεπε να εμφανιστεί στο στούντιο με το φωσφοριζέ αδιάβροχό του. Δεν ήταν σκοτεινά πλέον στα βαλτόνερα του λαϊκισμού. Είχαν ανάψει τα λαμπιόνια.