Η γαλλίδα οικονομική εισαγγελέας Ελιάν Ουλέτ δήλωσε απολύτως ικανοποιημένη την προπερασμένη Δευτέρα στο Παρίσι. «Τους πήρα 300 εκατομμύρια ευρώ» ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους, εξηγώντας πως αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει ποτέ πληρώσει επιχείρηση στη Γαλλία και ότι διά της δικαστικής οδού ουδέποτε το γαλλικό Δημόσιο θα εξασφάλιζε τέτοιας τάξεως ποσό.
Ενα ποσό που συμφώνησε να καταβάλει η κινεζοβρετανική τράπεζα HSBC και ειδικότερα η θυγατρική της στη Γενεύη της Ελβετίας, για να σταματήσουν οι εναντίον τους διώξεις στη Γαλλία. Ετσι μπήκε ένα τέλος «α λα γαλλικά» στη γαλλική βερσιόν της αποκαλούμενης στην Ελλάδα λίστας Λαγκάρντ, δηλαδή της λίστας των πελατών της HSBC την οποία υπέκλεψε ο κάποτε υπάλληλος και χρόνιος αντίδικος αυτής της τράπεζας Ερβέ Φαλσιανί. Η λίστα αυτή βρέθηκε «ατύπως» στα χέρια των γαλλικών Αρχών στο τέλος του 2008. Οπως είναι δε γνωστό, στη συνέχεια παραδόθηκε (και πάλι «ατύπως») στην Ελλάδα, από την τότε υπουργό Οικονομίας της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ, ένας κατάλογος με το ελληνικό πελατολόγιο της τράπεζας.
Για το γαλλικό Δημόσιο η λίστα αυτή αποδείχθηκε εξαιρετικά προσοδοφόρος, υποστηρίζουν παράγοντες του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών. Και αυτό διότι οι γαλλικές Αρχές χτύπησαν, όπως εξηγούν, σε δύο μέτωπα: το ένα μέτωπο ήταν κατά των γάλλων πελατών της τράπεζας που δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσουν πώς βρέθηκαν αυτά τα λεφτά στους λογαριασμούς τους στην Ελβετία και οι οποίοι μπήκαν στο στόχαστρο των γαλλικών φορολογικών Αρχών. Με βάση κάποιες πρώτες εκτιμήσεις, το γαλλικό Δημόσιο έχει ήδη εισπράξει από αυτούς περίπου 300 εκατ. ευρώ. Το δεύτερο μέτωπο ήταν κατά της ίδιας της τράπεζας εις βάρος της οποίας ασκήθηκαν διώξεις για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και συνέργεια σε φοροδιαφυγή, με βασικό επιχείρημα ότι καθοδήγησε τους γάλλους πελάτες της σε αποκρύψεις εισοδημάτων από τις γαλλικές φορολογικές Αρχές. Οι διώξεις άρχισαν το 2014 και σε πρώτη φάση το γαλλικό Δημόσιο, βασιζόμενο σε μια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Γαλλίας απαίτησε από τη βρετανική τράπεζα ένα ποσό της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ. Ποσό που η τράπεζα αρνήθηκε να καταβάλει, ισχυριζόμενη ότι τα περιουσιακά στοιχεία των γάλλων πελατών της που διαχειρίζεται είναι μόνο 1,3 δισ. ευρώ και όχι 2,3 δισ. ευρώ (όπως προκύπτει από τα αρχεία της λίστας Φαλσιανί), ούτε 5 δισ. ευρώ, όπως προκύπτει από τα αρχεία Swissleaks που δημοσιοποιήθηκαν μέσω της διεθνούς δημοσιογραφικής κοινοπραξίας.
Πριν από έναν χρόνο ωστόσο, η Γαλλία άλλαξε τη νομοθεσία της δημιουργώντας έναν μηχανισμό διαπραγμάτευσης του Δημοσίου με επιχειρήσεις έναντι των οποίων έχει οικονομικές απαιτήσεις. Πρόκειται για τις λεγόμενες Δικαστικές Συμβάσεις Δημοσίου Συμφέροντος, εμπνευσμένες –ώς έναν βαθμό –από το αμερικανικό Δίκαιο, που από το τέλος του 2016 και μετά έχει τη δικαιοδοσία να συνάπτει η οικονομική εισαγγελία της Γαλλίας με τις επιχειρήσεις εναντίον των οποίων σκοπεύει να κινηθεί δικαστικά και οι οποίες είναι διατεθειμένες να έλθουν σε κάποιου είδους οικονομικό συμβιβασμό για να αποφύγουν ενδεχομένως τα χειρότερα. Εν προκειμένω βεβαίως και το Δημόσιο αποφεύγει «τα χειρότερα», αφού η επίλυση οικονομικών διαφόρων διά της δικαστικής οδού είναι και στη Γαλλία χρονοβόρα και ακριβή.
Με βάση λοιπόν τη νέα γαλλική νομοθεσία η HSBC συμφώνησε αυτή την εβδομάδα να καταβάλει στο γαλλικό Δημόσιο, με αντάλλαγμα τη μη παραπομπή της υπόθεσής της στη γαλλική Δικαιοσύνη, ένα «πρόστιμο» ποινικού χαρακτήρα ύψους 158 εκατ. ευρώ και μια αποζημίωση για πρόκληση οικονομικής βλάβης στο γαλλικό Δημόσιο ύψους 142 εκατ. ευρώ. Σύνολο 300 εκατ. ευρώ, όντως το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει ποτέ εισπράξει το γαλλικό Δημόσιο από ιδιωτική επιχείρηση.