Η προσώρας (οι Γερμανοί πάντα ξανάρχονται) αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης υπό την καγκελάριο Μέρκελ θεωρήθηκε δυσμενής εξέλιξη και για τη συγκεκριμένη χώρα και για την ήπειρο στην οποία προΐσταται. Στα μάτια μου συνιστά κυρίως ηχηρή προειδοποίηση για ένα είδος πολιτικής λογικής –με τα καλά του και με τα κακά του.
Ας αρχίσουμε από το τέλος, χωρίς να ξεχνάμε την αρχή. Το ότι η κυρία Μέρκελ έφτασε να συνιστά τη «μεγάλη δημοκρατική ελπίδα» της Ευρώπης φανερώνει περισσότερο ότι όλα στη ζωή, και ειδικά στην πολιτική ζωή, είναι σχετικά, παρά ότι η ελπίδα αυτή ήταν όσο βάσιμη σήμερα δείχνει. Πρόκειται για μια πολιτικό που ανέβηκε στην κορυφή του κόμματός της μέσα από μια διπλή, και σχεδόν κυριολεκτική, πατροκτονία (Κολ, Σόιμπλε) και στη συνέχεια άσκησε την εξουσία στη χώρα της πατώντας στις ιδέες και στις πλάτες των αντιπάλων της. Κατάφερε, με υπομονή και πείσμα, να επιβάλει τη μέθοδό της (σιώπα και ετοίμαζε, διαίρει και βασίλευε) και την παρουσία της, αλλά δεν έδωσε ούτε νέα ώθηση στη Γερμανία –η οικονομία είχε μπει στις ράγες επί Σρέντερ –ούτε μια εμπνευσμένη ηγεσία στην Ευρώπη. Προσέφερε όμως, και δεν είναι λίγο, ιδίως σε ταραγμένους καιρούς, σταθερότητα: φρόντισε να χτίσει πάνω στα βήματα των προκατόχων της, να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία, να καλύψει, έστω απρόθυμα, άτολμα και προσανατολισμένα πρώτα στο γερμανικό και μετά στο κοινό συμφέρον, το κενό της Γαλλίας, και γενικά ηγεσίας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι πήρε εύσημα και κέρδισε διεθνή αναγνώριση για τους χειρισμούς της στο πεδίο εκείνο στο οποίο αντικειμενικά τα κατάφερε λιγότερο καλά (οικονομική κρίση), ενώ έχασε ψήφους και δύναμη εξαιτίας της επιλογής για την οποία θα δικαιούνταν, αν και την έκανε για πρακτικούς και όχι ιδεολογικούς λόγους, να είναι περήφανη (την υποδοχή των μεταναστών).
Η δεύτερη ειρωνεία που περίμενε την καγκελάριο ήταν ότι πέτυχε το πιο δύσκολο –να κερδίσει τις εκλογές του φετινού Σεπτεμβρίου παρά το Μεταναστευτικό -, αλλά σκοντάφτει στο πιο προνομιακό της πεδίο –των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό μιας πρωτόγνωρης «τζαμαϊκανής» κυβέρνησης. Εδώ είναι που η πολιτική εποχή δείχνει να ξεπερνά το πιο επιτυχημένο τέκνο της: η «ήπια», δηλαδή με σκληρότητα που δεν φαίνεται, κυριαρχία τύπου Μέρκελ δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να επιβληθεί σε κλίμα γενικευμένου λαϊκισμού, ανυπαρξίας ουσίας και διαχωριστικών γραμμών, απώλειας κάθε πυξίδας από τους πολιτικούς και από τους πολίτες. Το μοιραίο χτύπημα ήρθε από τους «φυσικούς συμμάχους» των Χριστιανοδημοκρατών, τους Φιλελεύθερους, λόγω του φόβου να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Γιατί η μεν συμμετοχή στην κυβέρνηση ως «συμπληρωμάτων» κατάπιε κόμματα και κόμματα (από τους Φιλελεύθερους το 2013 ώς τους Σοσιαλδημοκράτες πρόσφατα), η δε ανάληψη θέσεων ευθύνης δεν επιτρέπει πια, ή εκθέτει, απόψεις «που κάνουν τη διαφορά» (στις εντυπώσεις) όπως η εναντίωση στην οικογενειακή επανένωση των μεταναστών και η απόρριψη των απαραίτητων περαιτέρω βημάτων για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η τρίτη ειρωνεία –να χάσει η γερμανίδα καγκελάριος την εξουσία ή τη δυναμική της τη στιγμή που κατέστη σημείο στήριξης του όλου συστήματος –μπορεί να αποβεί μοιραία. Και τότε λίγη σημασία θα έχει από ποια πόρτα θα μπει ο ταύρος στο αφύλαχτο, και εξαιτίας της, ευρωπαϊκό υαλοπωλείο.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος