Το μοναδικό σχόλιο που έκανε ο Λιντς για το «Inland Empire» είναι πως αφορά «μια γυναίκα σε μπελάδες» («a woman in trouble»). Και οι περισσότεροι τότε ξύναμε τα κεφάλια μας. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2006 και άφησε αποσβολωμένους τους περισσότερους στην αίθουσα. Κανείς δεν θα μπορούσε να τους αδικήσει: πρόκειται για την πιο απαιτητική ταινία του σκηνοθέτη από την εποχή του «Eraserhead».
Ας ξεκινήσουμε με μια περίληψη: η Νίκι (Λόρα Ντερν) ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει στην ταινία που θα σκηνοθετήσει ο Κίνγκσλεϊ (Τζέρεμι Αϊρονς). Συμπρωταγωνιστής της είναι ο Ντέβον (Τζάστιν Θερό) που έχει τη φήμη ανθρώπου που ρίχνει στο κρεβάτι όλες του τις συμπρωταγωνίστριες. Στην περίπτωση της Νίκι, όμως, τον έχουν προειδοποιήσει να μην κάνει τα ίδια, αφού ο άντρας της είναι πολύ κτητικός και πανίσχυρος στον χώρο. Η Νίκι υποδύεται τη Σου, ο Ντέβον υποδύεται τον Μπίλι. Οι δύο χαρακτήρες είναι στα πρόθυρα να δημιουργήσουν σχέση. Από την αρχή των γυρισμάτων μαθαίνουν το σενάριο, που είναι βασισμένο σε ένα πολωνικό τσιγγάνικο παραμύθι για μια εξωσυζυγική σχέση, ριμέικ ταινίας. Η ταινία αυτή ποτέ δεν ολοκληρώθηκε γιατί οι αρχικοί της πρωταγωνιστές –που είχαν σχέση και πίσω από την οθόνη –δολοφονήθηκαν, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, τα γυρίσματα ξεκινούν και μαζί η παράνομη σχέση της Νίκι και του Ντέβον.
Οι φίλοι της ψυχιατρικής υποστηρίζουν πως η ανάγκη να βουτήξουμε στο ασυνείδητο είναι συλλογική –αν μη τι άλλο, σε μια τέτοια περίπτωση, οι ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς θα γνώριζαν τρομακτική εισπρακτική επιτυχία και δεν θα περνούσαν στο περιθώριο, όπως συμβαίνει συνήθως, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Βέβαια, λίγα χρόνια μετά την πρώτη προβολή τους θεωρούνται «κλασικές», πολλές φορές κι από τους ίδιους που τις κατακρεούργησαν. Το οποίο μας οδηγεί στην εξής θλιβερή διαπίστωση: η αντίληψη περί τέχνης στις μέρες μας κατάντησε θολωμένη λίμνη. Λασπόνερα. Στα οποία άλλοι ξεδιψούν κι άλλοι φτύνουν –φανταστείτε δηλαδή να βάλουμε στο παιχνίδι και την αφηρημένη τέχνη, που, η καημένη, έχει «χρίσει» καλλιτέχνες πολλούς ολοκληρωτικά ατάλαντους και έχει αναδείξει άλλους τόσους απαίδευτους θεωρητικούς.
Και ο λόγος που η αφηρημένη τέχνη μπορεί να γίνει τόσο ισχυρή είναι ένας: περιορίζει τις συνειδητές αποσπάσεις της προσοχής μας στο ελάχιστο. Οταν χαζεύουμε για παράδειγμα τη Μόνα Λίζα, η διανοητική ενέργειά μας πηγαίνει συνήθως στην επεξεργασία των αναγνωρίσιμων εικόνων: το πρόσωπο, τα μάτια της, το χαμόγελό της, ο πίνακας και, φυσικά, το υπόβαθρο. Κάτι που δεν συμβαίνει όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα έργο του Τζάκσον Πόλοκ: ουσιαστικά, όλη η ενέργεια του εγκεφάλου μας αφιερώνεται στο αίσθημα. Και για να λειτουργήσει αυτό, πρέπει να συνεργαστούμε με τον καλλιτέχνη –το αυτονόητο. Δηλαδή να του επιτρέψουμε να μας πάει οπουδήποτε θέλει, με σκοπό να «καθαρίσουμε» από τις συνειδητές μας σκέψεις και προκαταλήψεις, προκειμένου να επεξεργαστούμε αυτό που μας συμβαίνει. Πολλές φορές, αυτή η συνεργασία αποτυγχάνει, άλλοτε επειδή ο καλλιτέχνης δεν είναι ταλαντούχος, κι άλλοτε επειδή αυτός που εξετάζει το έργο εκλαμβάνει το αφηρημένο ως συγκεκριμένο, επειδή πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος από τον δημιουργό. Που μπορεί, βεβαίως, να είναι, μονάχα που ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία είναι αδύνατον να τον εκτιμήσει.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ. Ο Ντέιβιντ Λιντς τώρα –που σίγουρα δεν είναι ατάλαντος –έχει πολύ συχνά δηλώσει πως γυρίζει ταινίες ως ζωγράφος και όχι ως σκηνοθέτης (η ζωγραφική είναι η κύρια ασχολία του). Και το «Inland Empire», το τελευταίο κινηματογραφικό πόνημά του (έχουν περάσει έντεκα χρόνια, τι απογοήτευση!), είναι ένα από αυτά τα σπάνια έργα που, αν και αφηρημένο, είναι απολύτως συναρπαστικό, ένα επιθετικό μείγμα ανθρώπινης αδυναμίας και εγκεφαλικής αποδόμησης, βασισμένο στην κινηματογραφική γραμματική που υπέδειξε το Φανταστικό τη χρυσή εποχή του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Δηλαδή τη δεκαετία του 1920. Δανείζεται όμως επιλεκτικά κώδικες από το film noir, αλλά και από το αβάν γκαρντ λεξικό που συνέταξαν σκηνοθέτες της εποχής, και τους ανακατεύει όχι άτακτα αλλά άναρχα (στον ρόλο του «ντίλερ», μια φτηνή ψηφιακή κάμερα, με τον χειριστή της –τον Λιντς –να δείχνει ενθουσιασμένος με τις δυνατότητες του μέσου). Κάπου εκεί, φυτεύει ωρολογιακή βόμβα στο υποσυνείδητο, προσφέροντας πότε κάθαρση και πότε καταδίκη, σχεδόν ανά δεκάλεπτο, επιστρέφοντας διαρκώς στην ερεβώδη εκείνη υπαρξιακή κολυμβήθρα όπου βαπτίστηκαν οι μεγαλύτερες ανά τον κόσμο τραγωδίες. Και τραγωδία είναι πως η Ζωή δεν είναι Σινεμά, πως το Σινεμά δεν είναι Ζωή, και πως Σινεμά και Ζωή ταυτίζονται απολύτως –αποφεύγοντας και στις τρεις περιπτώσεις, τις συγκυρίες εκείνες που θα μας έκαναν ευτυχείς. Το θέμα είναι αν είσαι πρόθυμος να συνεργαστείς.
info. Σκηνοθεσία – σενάριο – φωτογραφία: Ντέιβιντ Λιντς Μουσική: Μάρεκ Ζεμπρόφσκι Πρωταγωνιστούν: Λόρα Ντερν, Τζάστιν Θερό, Τζέρεμι Αϊρονς, Χάρι Ντιν Στάντον Διάρκεια: 180 λεπτά