«Το υλικόν των ποντιακών τραγουδιών και χορών το άντλησα από την πρώτην προσφυγικήν γενιά των ποντίων χορευτών και τραγουδιστών. Τίποτε το ξένον δεν προσετέθη εις αυτούς, αλλά και τίποτε δεν αφηρέθη. Εχορογραφήθησαν οι χοροί αυτοί, που εχορεύοντο εις τον Πόντον». Ο μουσικολόγος και χορογράφος Δημήτρης Κουτσογιαννόπουλος στάθηκε με σεβασμό απέναντι στο μεγάλο –και εν πολλοίς άγνωστο –κεφάλαιο της παράδοσης, καταθέτοντας το 1966 τα αποτελέσματα της επτάχρονης έρευνάς του, που συμπεριλαμβάνεται σε έναν από τους τόμους του «Αρχείου του Πόντου». Από τότε παραμένει μια μεθοδική καταγραφή για τον ποντιακό πολιτισμό από τον «Ολυμπο» της λαογραφίας και της ιστορικής έρευνας, όπως επισημαίνει ο Ηλίας Υφαντίδης, μουσικός και δάσκαλος της ποντιακής γλώσσας, καλλιτεχνικός διευθυντής του 13ου Πανελλαδικού Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών, που διοργανώνεται το επόμενο Σάββατο. Αυτή είναι και η αφορμή για τη συνομιλία μαζί του: η διοργάνωση του Συνδέσμου Ποντιακών Σωματείων (ΣΠοΣ) Νοτίου Ελλάδος και Νήσων της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος, όπου θα παρουσιαστούν περίπου 25 χοροί, στενά συνδεδεμένοι με την ιστορία των Ποντίων.

Περίπου 2.500 χορευτές από κάθε γωνιά της Ελλάδας θα υψώσουν τα χέρια τους για να θυμίσουν ότι οι παραδοσιακοί χοροί δεν ξεκινούν ούτε τελειώνουν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες για να υπηρετήσουν τις ψυχαγωγικές εκπομπές. «Οι παραδοσιακοί χοροί είναι συνδεδεμένοι με τη μουσική και το τραγούδι, που βεβαίως έχουν μέσα τους αλήθεια. Βεβαίως πρέπει να ζούμε στο σήμερα αλλά να έχουμε τη βάση του παρελθόντος για να είμαστε παρόντες στο μέλλον», αναφέρει ο Ηλίας Υφαντίδης. Ο τίτλος της φετινής σύναξης των Ποντίων, οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν αποτίουν φόρο τιμής στα 353.000 θύματα της Γενοκτονίας, είναι «Υψηλαντών το Οραμαν, Πυρρίχιου το Σθένος». «Ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει ότι οι Υψηλάντηδες είναι ποντιακής καταγωγής. Πέρα όμως από αυτό πρόκειται για μια σπουδαία οικογένεια η οποία έδωσε το παν για την εθνική παλιγγενεσία. Θα προβάλουμε, λοιπόν, ένα βίντεο που θα δείχνει και την προσφορά της οικογένειας αυτής στον ελλαδικό χώρο». Το ενδιαφέρον αναπόφευκτα στρέφεται στον χορό που συμπυκνώνει πολλά χαρακτηριστικά της ποντιακής παράδοσης: «Ο πυρρίχιος έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, αντέχει και θα αντέξει για πάντα. Συνδυάζει πολλούς άλλους χορούς, αλλά φέρνει μια ενέργεια και δύναμη που σαφώς συνδέεται με την κυτταρική μνήμη. Είναι μια εσωτερική έκρηξη που εκφράζεται με το σώμα». Ενδιαφέρον, εξάλλου, παρουσιάζει πάντα η διάταξη των χορευτών. Οπως εξηγεί ο Ηλίας Υφαντίδης, οι ποντιακοί χοροί «είναι πάντα κλειστοί σε κύκλο. Δεν υπάρχει πρωτοχορευτής ο οποίος θα βγει πρώτος και θα κάνει φιγούρες. Είναι όλοι ίσοι. Πριν από τριάντα χρόνια βεβαίως είχαν βάλει κάποιοι χοροδιδάσκαλοι προς τέρψιν των ακροατών. Ευτυχώς όμως με τα χρόνια έχει εκλείψει διότι δεν είχε καμία σχέση με την αρχαία και πρωτότυπη φόρμα των ποντιακών χορών».

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. «Πολλά πράγματα θα έλεγα ότι αποτελούν τη γοητεία των ποντιακών χορών όπως είναι η ποικιλία βημάτων, το δέσιμο των χεριών, το ύφος της κάθε περιοχής, τα μουσικά ακούσματα που διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή και όλα αυτά τα πολιτιστικά στοιχεία που ακολουθούν τον κάθε χορό» σχολιάζει με τη σειρά της η Σοφία Σαββουλίδου, συντονίστρια του Συνδέσμου Ποντιακών Σωματείων Νοτίου Ελλάδος και Νήσων, μαζί με τον Γιάννη Εφραιμίδη και τον Παναγιώτη Μυστακόπουλο. «Από τα πρώτα χρόνια της γέννησης ενός ανθρώπου μέχρι και τα βαθιά γεράματα της ζωής του, βασικό στοιχείο είναι ο χορός. Σε κάθε σημαντική στιγμή στη ζωή μας χορεύουμε, εκφράζοντας έτσι τα συναισθήματά μας. Μέσα από τον στίχο ενός τραγουδιού και των βημάτων εκφράζουμε τη χαρά ή ακόμα και τη λύπη μας. Είναι η έκφραση του ανθρώπου». Πόσο αλλάζουν, αλήθεια, οι χοροί στο πέρασμα του χρόνου και μέχρι πού αντέχουν αλλαγές; «Σίγουρα ο χορός εξελίσσεται όπως και η μουσική, είτε το θέλουμε είτε όχι. Οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με την παράδοση οφείλουμε να διατηρήσουμε ό,τι μας παραδόθηκε, όσο μπορούμε και όσο μας επιτρέπει ο τρόπος ζωής μας. Οσο μπορούμε χωρίς παρεμβάσεις και χωρίς ιδιαίτερους εντυπωσιασμούς, αν θέλουμε να μιλάμε για παράδοση», καταλήγει η Σοφία Σαββουλίδου.