Ο Αζεντίν Αλαϊά δεν ήταν μια όμορφη ιστορία της μόδας. Ηταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για τη γυναικεία μόδα του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό και ο θάνατός του από συγκοπή το περασμένο Σάββατο στο Παρίσι ανέσυρε μνήμες σε πολλούς σχεδιαστές, μοντέλα, φωτογράφους και άλλους πρωταγωνιστές στο σύστημα της μόδας. Ο Αζεντίν Αλαϊά, ο μικρόσωμος γαλλοτυνήσιος μετρ, θα είναι αλησμόνητος για δύο κυρίως πράγματα: για τη μοναδικότητα με την οποία ως γλύπτης δούλευε τα υφάσματα πάνω στις γυναικείες καμπύλες, αλλά και για το ανεξάρτητο πνεύμα του και την αντίστασή του στον χρόνο και στις απαιτήσεις του χρήματος. Είχε μάθει να είναι ανεξάρτητος και να δουλεύει όχι με τους ρυθμούς παραγωγής των εργοστασίων, αλλά με τη δική του διάθεση. Και οι πελάτισσές του έκαναν υπομονή.

«Οχι επειδή έχουν λεφτά να νομίζουν ότι μπορούν να μπουν στο ατελιέ και να αγοράσουν. Αν κάτι πάνω τους μου χτυπήσει στο μάτι ή ακούσω κάτι που με ξενίσει, δεν δέχομαι να τις δω» έλεγε εκείνος που στα τέλη των 80s φιλοξενούσε τις νεαρές σε ηλικία καλλονές Ναόμι Κάμπελ, Στέφανι Σέιμορ, Τατιάνα Πάτιτζ, Λίντα Εβατζελίστα, Κρίστι Τέρλινγκτον στο σπίτι του και τους μαγείρευε. Για να δημιουργήσει σχέσεις στοργής κι εμπιστοσύνης και για να απομυζήσει τα μυστικά του γυναικείου σώματος και μυαλού.

Με αυτόν τον τρόπο δούλευε έως το τέλος. Ακόμη και μετά το 2000, όταν έχασε τον έλεγχο της δουλειάς του και τον εξαγόρασε ο όμιλος Prada. Ο Αλαϊά το 2007 πήρε πίσω τα υπάρχοντά του. Χάρη στον όμιλο Richemont βρήκε νέα κεφάλαια και υποστήριξη ώστε να δημιουργήσει το Ιδρυμα Azzedine Alaia και να διασώσει το προσωπικό του αρχείο, καθώς και το αρχείο των δημιουργών που με πάθος συλλέκτη είχε αποκτήσει.

Πριν από την αναχώρησή του το 1957 για το Παρίσι της μόδας, είχε μαθητεύσει στο τμήμα γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών της Τύνιδας, μαθαίνοντας την τεχνική του moulage (εκμαγεία από μαλακή, εύπλαστη ύλη) και των πτυχώσεων.

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. Τον Δεκέμβριο του 2014 ο Αζεντίν Αλαϊά μοιράστηκε στο Μέγαρο Μουσικής την εμπειρία του στον κόσμο της γαλλικής μόδας με συνομιλητή τον συγγραφέα και εικαστικό Δημοσθένη Δαββέτα. Στη συνέχεια επισκέφθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών και το Μουσείο Ακρόπολης προσπαθώντας να πραγματοποιήσει την επιθυμία του: να δείξει ανάμεσα στα αρχαιοελληνικά γλυπτά ό,τι καλύτερο είχε δημιουργήσει από το ξεκίνημά του το 1979. Οι τότε περιστάσεις –ίσως και οι εγχώριες αγκυλώσεις ανθρώπων σε θέσεις-κλειδιά –δεν επέτρεψαν στο όνειρό του να γίνει πραγματικότητα. Αυτή τη σχέση του με την αρχαιοελληνική τέχνη εξηγούσε σε συνέντευξή μας (https://www.tanea.gr/news/lifearts/article/5190725/apo-tis-ptyxwseis-sta-arxaioellhnika-agalmata-blepoyme-thn-eleytheria/) εκείνο το διάστημα:

«Η Μαντλέν Βιονέ ήταν η μεγάλη μου ανακάλυψη στο Παρίσι. Οταν έφτασα εκεί, ήμουν ενθουσιασμένος με τις πτυχώσεις της. Αυτές τις ίδιες πτυχώσεις του υφάσματος που έβλεπα στην Τυνησία και τις οποίες εντόπισα και σε όλη την περιοχή της Μεσογείου. Υπήρχε στην τεχνική της Βιονέ τελειότητα. Η οποία ακόμη και σήμερα με εμπνέει. Η τελειότητα της Βιονέ όπως και της αρχαιοελληνικής τέχνης βασίζεται στη μαεστρία. Αλλά και στην εκπληκτική γνώση του ανθρώπινου σώματος, των αναλογιών του και της ελευθερίας του. Αυτή που αναδύεται από τις ελεύθερες πτυχώσεις».

Η Πινακοθήκη της Βίλας Μποργκέζε στη Ρώμη όμως υποδέχτηκε την επιθυμία του Αλαϊά και την έκθεση «Ραπτική / Γλυπτική: ο Αζεντίν Αλαϊά στην ιστορία της μόδας». Η έκθεση παρουσίαζε τον Αλαϊά ως γλύπτη. Υλη του ήταν το μαλακό ύφασμα ζέρσεϊ από λινό, μετάξι, βαμβάκι, το δέρμα, τα νήματα και οι πλέξεις τους που αγκαλιάζουν το σχήμα και τις καμπύλες του σώματος.

Οι 60 δημιουργίες του άνοιξαν διάλογο με πίνακες του Καραβάτζιο, τα γλυπτά των Μπερνίνι, Αντόνιο Κανόβα, τα αρχαία και ρωμαϊκά αγάλματα της συλλογής της Πινακοθήκης Μποργκέζε. Ηταν η πρώτη υπέρβαση της μόδας μέσα από τη δουλειά ενός ιδιαίτερου, μοναδικού δημιουργού για συνύπαρξη «επί ίσοις όροις» με κλασικά αριστουργήματα της τέχνης.