Μπορεί και να ήμουν αγέννητος όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, μα κι αν ακόμα είχα γεννηθεί θα ήμουν στα πανιά, όπως περιφραστικά αναφέρονταν στα βρέφη οι χωριανοί μου. Πρόλαβα όμως να γνωρίσω, να μυρίσω και να κοινωνήσω τη μυρωδιά του παλιού κουρείου, με τον τρόπο που δίνει ως τίτλο σ’ ένα έξοχο αφηγηματικό του βιβλίο ο Μένης Κουμανταρέας. Πρόλαβα ν’ ακούσω το χαρακτηριστικό τάκα τάκα της χειροκίνητης μηχανής με τη χοντρή σκάλα για τους μεγάλους και την ψιλή για μας τους μικρότερους. Πρόλαβα να δω τις κολόνιες στα μικρά χρωματιστά μπουκαλάκια, την πούδρα που έπεφτε αφειδώλευτα στους σβέρκους των χωριανών, με τη μεγάλη μαλακιά βούρτσα. Οι σβέρκοι των χωριανών… Ηλιοκαμένοι, γεμάτοι αυλακώσεις και πτυχώσεις αποτελούσαν πειστήριο πως δούλευαν ολημερίς στην ύπαιθρο. Χωράφια, σμυριδωρυχεία, βουνά και λαγκάδια με τα χιλιάρμενα κοπάδια τους, δαρμένοι από τις βροχές και τα κρύα, μαυρισμένοι από τον ήλιο, όπου και όσο τους έβλεπε. Κι όταν ο Μαρκάκης τραβούσε προς τα κάτω τον γιακά για να βουρτσίσει τον λαιμό, αποκαλύπτονταν το στέρνο κι η αρχή της πλάτης ολόλευκα σαν το γάλα. Γιατί ακόμα και το καλοκαίρι τα πουκάμισα ήταν πάντα μακρυμάνικα και κουμπωμένα μέχρι πάνω.
Δεκαετία 1950 – 1960 στ’ Απεράθου της Νάξου. Ενα ορεινό χωριό που δεν θα ‘λεγες πως βρίσκεται σε νησί, μιας κι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 700 μέτρων και διατηρούσε ήθη, έθιμα και συνήθειες των αυστηρότερων κοινωνιών της ορεινής Κρήτης, με ισχυρές ενδείξεις καταγωγής των κατοίκων από αυτές τις περιοχές.
Στην Πλάτσα του χωριού με τα καφενεδάκια και τις ταβερνούλες της εποχής, βρίσκονταν καταμεσής και το κουρείο του Μαρκάκη. Κουρείο για μικρούς και μεγάλους αλλά και σημείο συνάντησης για μας τους πιτσιρικάδες, που ήμασταν ακόμη μικροί για τα κανονικά καφενεία. Εκεί βρισκόμασταν για να ανταλλάξουμε τα τεύχη του «Μικρού Ηρωα» ή της «Διάπλασης των Παίδων» για τους πιο προχωρημένους.
Στη φωτογραφία που βλέπουμε, ο φωτογράφος ζήτησε εν ώρα εργασίας από τον Μαρκάκη και τον γιο του να γυρίσουν για μια πόζα στον φακό.
Πρώτη εντύπωση ο αυστηρός επαγγελματικός κώδικας που επιβάλλει τη λευκή ολόσωμη ποδιά και τις λευκές πετσέτες στους πελάτες. Εν έτει 1950!
Το δάπεδο προφανώς καλυμμένο με κάποια μορφή τσιμεντοκονίας αλλά όχι και τόσο ευθυγραμμισμένο αν κρίνουμε και από τη μικρή σφήνα στο πόδι του δεξιού ντουλαπιού. Οι πολυθρόνες ταλαιπωρημένες πληρώντας όμως τις απαιτήσεις της άνεσης, όντας φαρδιές με πλάτη ψάθα και μπράτσα για αναπαυτικό χαλάρωμα.
Ο γιος με βλέμμα αυτοπεποίθησης θέλει να μας κάνει γνωστό πως έμαθε καλά τη δουλειά και εργάζεται ισότιμα με τον πατέρα του, έτσι που οι χωριανοί δεν διαλέγουν κουρέα, αλλά κάθονται σε όποιον είναι εύκαιρος. Η ολόσωμη ποδιά εξάλλου είναι ραμμένη στα μέτρα του και δεν είναι η δεύτερη του μπαμπά, πράγμα που σημαίνει πως πάει καιρός που έπαψε να είναι μαθητευόμενος. Για το παντελόνι δεν παίρνω όρκο πως ράφτηκε πάνω του, αλλά το παπούτσι είναι από τα πολύ γερά και καλοφτιαγμένα, πιθανότατα από τον μετρ του είδους Μεντέτη. Εντυπωσιακό βεβαίως και το ρολόι στο χέρι του, που δείχνει αν μη τι άλλο πως ο μικρός έκανε κομπόδεμα με τη δουλειά κι ακολουθούσε σε προτεραιότητες τους συνομηλίκους του Αθηναίους που κατέβαιναν τα καλοκαίρια στο χωριό. Ο χωριανός στον οποίο κάνει σαπουνάδα για το ξύρισμα πρέπει να είναι ιδιαίτερα μικροκαμωμένος αφού έχει εξαφανισθεί στην καρέκλα, σε αντίθεση με τον άλλο που είναι σωματώδης κι αν κρίνω από το παπούτσι που φαίνεται στο αναπαυτικό σταυροπόδι του, πρέπει να είναι βοσκός. Αυτόν τον τύπο παπουτσιού, τα ξώραφα, τα φορούσαν μόνο βοσκοί για τις κουραστικές περιπλανήσεις στα κακοτράχαλα, πετρώδη κι άγρια βουνά του χωριού για να προστατεύουν από τραυματισμούς τα πόδια τους. Είχαν για σόλα ένα χοντρό κομμάτι καουτσούκ, σαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου, κι από πάνω ραμμένο ένα κομμάτι δέρματος σε χρώμα σκούρο κανελί συνήθως με χοντρό ράμμα. Από τον τρόπο της ραφής πήραν και την ονομασία ξώραφα. Κι από μέσα χοντρή μάλλινη κάλτσα που έπλεκαν οι γυναίκες με επεξεργασμένο υφάδι από τα μαλλιά των γιδοπροβάτων.
Ο Μαρκάκης σαν να λέει του φωτογράφου «τέλειωνε γιατί έχουμε δουλειά» ενώ ετοιμάζεται για την επόμενη ψαλιδιά. Αψογη κι ολόλευκη η ποδιά του κι ο ίδιος σε πολύ μικρή ηλικία σε σχέση με τις δικές μου αναμνήσεις. Ο τοίχος καλυμμένος με ταπετσαρία και δύο πολύ καλά για την εποχή ντουλαπάκια για τα χρειώδη: πετσέτες, βούρτσες, μηχανές. Καλυμμένα με μουσαμά αν κρίνω από την πινέζα στο κέντρο πάνω από το πομολάκι του συρταριού.
Η εποχή πρέπει να είναι άνοιξη ή φθινόπωρο. Τέλος Μάρτη ή τέλος Οκτώβρη, αν κρίνουμε από το «Ζήτω η Ελλάς» της πινακίδας. Εκτός κι αν ο Μαρκάκης τη διατηρούσε ολοχρονίς για να κρατά ψηλά το φρόνημα των χωριανών μας. Ακρη αριστερά μια διαφήμιση που δεν μας επιτρέπει να διευκρινίσουμε το προϊόν και δίπλα οι κλασικές τρεις χάριτες. Παραδίπλα μια σύγχρονη κυρία ποζάρει σε στιγμές χαλάρωσης και δεξιά μια κλασική παραλλαγή του πίνακα –καλημέρα.
Δύο καθρέπτες με χοντρή κορνίζα για τις ανάγκες του πελάτη κυρίως και λιγότερο του κουρέα. Ολα λιτά αλλά αρκούντως λειτουργικά.
Σ’ αυτό το κουρείο περάσαμε τις παιδικές και προεφηβικές ελεύθερες ώρες μας. Εκεί ήταν το δικό μας «καφενεδάκι» μαζί με ένα – δυο ραφτάδικα όπου μαζευόμασταν τους χειμώνες στις μέσα γειτονιές του χωριού. Το κουρείο όμως ήταν αλλιώς. Ηταν στην καρδιά του χωριού. Στο κέντρο της κίνησης, στην περίφημη Πλάτσα. Βλέπετε η ανάγκη για επικοινωνία δεν είχε ακόμα αλλοτριωθεί με τις τηλεοράσεις τα τηλέφωνα, τα κινητά και τις εν γένει ευκολίες της επικοινωνίας. Μόνο κανένα ραδιόφωνο με συνοδό του την τεράστια μπαταρία (το ηλεκτρικό έφθασε σ’ εμάς μετά το 1960), για υποτυπώδεις ειδήσεις και εκπομπές με λαϊκά τραγούδια. Οπότε η επικοινωνία γινόταν μόνο με την απευθείας επαφή των ανθρώπων, μόνο με τη συνομιλία κοιτώντας τον άλλον στα μάτια.
Κι όταν τα καλοκαίρια έρχονταν οι Αθηναίες με τα λουλουδάτα εξώπλατα φορέματα, με τα ψηλοτάκουνα, με τα κόκκινα βαμμένα χείλια και τα τονισμένα μάτια, πλημμυρισμένες με μια αύρα από πρωτόγνωρα αρώματα, εκεί μας παίρνανε τα μυαλά και τις αισθήσεις μας.
Εκεί και τα πρώτα σκιρτήματα.
Εκεί και οι πρώτες ερωτικές ματιές.
Εκεί για πάντα οι αναμνήσεις…