Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επέβαλε αχρείαστη λιτότητα 7,5 δισ. ευρώ την τριετία 2016-18, στραγγαλίζοντας την ελληνική οικονομία και φέρνοντας στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία τώρα επιχειρεί να γλυκάνει με αντίδωρα κοινωνικών μερισμάτων.
Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να εξαχθεί από τα στοιχεία έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, στην οποία καταγράφεται μια πολύ απλή αριθμητική πράξη: η διαφορά ανάμεσα στα πλεονάσματα τα οποία απαιτούσαν οι δανειστές για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου και τα υπερπλεονάσματα στα οποία κατέληξε η πολιτική της υπερφορολόγησης.
Ο λογαριασμός βγάζει 7,5 δισ. ευρώ, οδηγώντας την Ελλάδα στη θέση του πρωταθλητή ανάμεσα σε 35 χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης με τη μεγαλύτερη αύξηση των φορολογικών βαρών ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016. Ισως να είναι αυτά τα στοιχεία μέρος της γενεσιουργού αιτίας της χθεσινής έμπνευσης Τσακαλώτου να αναγνωρίσει εμμέσως πλην σαφώς στη Βουλή ότι ο προϋπολογισμός είναι άδικος.
«Είναι αυτός ο προϋπολογισμός δίκαιος; Αυτή είναι η ερώτηση. Δίκαιος, με απόλυτο τρόπο, δεν είναι αυτός ο προϋπολογισμός. Το αναγνωρίζουμε!» είπε ο υπουργός Οικονομικών αναδεικνύοντας τις συγκεκριμένες πολιτικοοικονομικές συνθήκες εντός των οποίων καταρτίστηκε, προσθέτοντας παράλληλα την εναλλακτική η οποία απορρίφθηκε. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επειδή είναι άδικος ο προϋπολογισμός, να μην τον ψηφίσουμε κι εμείς, να πάμε σε εκλογές και να έρθει κάποιος συνασπισμός ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ή κάποιος άλλος συνασπισμός κομμάτων. Εμείς αυτό δεν το έχουμε επιλέξει. Εχουμε επιλέξει να παλέψουμε εντός αυτών των συγκεκριμένων συσχετισμών» εξήγησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Και κάπως έτσι, η κοινωνία και η οικονομία φορτώθηκαν με υπερπολλαπλάσια των απαιτούμενων, για δημοσιονομική προσαρμογή εντός στόχων, μέτρων.
ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΑΚΡΑ. Το τρίτο Μνημόνιο, στο οποίο σύρθηκε η χώρα μετά την «περήφανη διαπραγμάτευση» του πρώτου εξαμήνου του 2015, έθετε ξεκάθαρους δημοσιονομικούς στόχους. Απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ ή 871 εκατ. ευρώ το 2016, όταν το υπουργείο Οικονομικών πανηγύρισε την επίτευξη πλεονάσματος 3,8% του ΑΕΠ, σχεδόν οκτώ φορές πάνω από τον στόχο, αγγίζοντας τα 6,560 δισ. ευρώ.
Η διαφορά ανάμεσα στον στόχο και στο αποτέλεσμα αγγίζει τα 5,689 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή θα κοπούν από συντάξεις και αφορολόγητο στο νέο κύμα λιτότητας τη διετία 2019-20, το οποίο έχει προσυπογράψει η κυβέρνηση.
Από αυτό το υπερπλεόνασμα του 2016, έπειτα από έναν περιπετειώδη κυβερνητικό χειρισμό ο οποίος οδήγησε στο πάγωμα της εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, τον περασμένο Δεκέμβριο ο Πρωθυπουργός διένειμε 617 εκατ. ευρώ υπό μορφή κοινωνικού μερίσματος. Το ένα δέκατο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Φέτος, το Μνημόνιο απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ ή 3,125 δισ. ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε και πάλι το θαύμα της, έχοντας στύψει αυτή τη φορά μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες μέσω των ασφαλιστικών εισφορών. Η φοροδοτική ικανότητα έχει πιάσει ταβάνι και τα πεπερασμένα όριά της αποδεικνύονται από την υστέρηση των φορολογικών εσόδων. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έχει επίσης υποστεί βαρύ τίμημα. Αντί για επέκταση κατά 2,7%, η ελληνική οικονομία ακόμα πασχίζει να ξεκολλήσει από την ύφεση και ο στόχος συρρικνώθηκε στο 1,6%.
Από πλεονάσματα, όμως, και πάλι πρωταθλητές. Το φετινό πρωτογενές αποτέλεσμα, με οδηγό τις άσπρες τρύπες των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, μετά τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, θα είναι και πάλι παραπανίσιο κατά 1,235 δισ. ευρώ σε σχέση με τα όσα απαιτούν οι δανειστές. Ζήτησε το Μνημόνιο 1,75% του ΑΕΠ, θα προκύψει πλεόνασμα 2,44% του ΑΕΠ ή 4,360 δισ. ευρώ.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ. Προ ημερών, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης επιχείρησε από το βήμα της Βουλής να πείσει ότι αυτού του μεγέθους τα υπερπλεονάσματα δεν ήταν επιλογή της κυβέρνησης, διότι τα μέτρα επιβλήθηκαν από τους δανειστές, οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, υπεκτιμούσαν την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Εάν αυτό ισχύει, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στη διαπίστωση ότι η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ήταν αποτυχημένη.
Το ίδιο σκηνικό με μικρότερη ένταση επαναλαμβάνεται και το 2018. Ο μνημονιακός στόχος αφορά πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ή 6,464 δισ. ευρώ. Με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού όμως, εφόσον επιβεβαιωθούν, την επόμενη χρονιά το πλεόνασμα θα είναι και πάλι παραπανίσιο κατά 587 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο, καθώς εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 7,051 δισ. ευρώ ή το 3,82% του ΑΕΠ.
Ο λογαριασμός της τριετίας βγάζει πρόσθετες επιβαρύνσεις 7,511 δισ. ευρώ, καθώς το άθροισμα των πρωτογενών πλεονασμάτων φτάνει τα 17,971 δισ. ευρώ έναντι μνημονιακής απαίτησης για 10,460 δισ. ευρώ.
«Η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα» σημειώνεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, στην οποία ασκείται για μία ακόμα φορά έντονη κριτική στην πολιτική «υπερβολικής λιτότητας που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη». Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, μάλιστα, στην έκθεση επισημαίνεται ότι «ο συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής» και τονίζεται ότι «την κοινωνική διάσταση την οποία υπηρετεί η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και η διανομή κοινωνικού μερίσματος αντιστρατεύονται άλλα μέτρα του προϋπολογισμού, όπως η σαφής προτίμηση υπέρ των έμμεσων φόρων, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά και η μείωση του επιδόματος θέρμανσης».

ΤΟ ΤΕΡΜΑΤΙΣΑΝ. Τα αποτελέσματα της φοροκεντρικής λιτότητας, όπως αποκαλείται από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, αναδεικνύονται και από τη χθεσινή έκθεση του ΟΟΣΑ. Ανάμεσα στις 35 χώρες-μέλη του Οργανισμού, η Ελλάδα σημείωσε την ταχύτερη αύξηση (2,2 μονάδες έναντι μέσης αύξησης 0,3) των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Εφτασαν πλέον στο 38,6% του ΑΕΠ από 35,4% το 2015, όταν σε μέσο επίπεδο στον ΟΟΣΑ αυξήθηκαν από 34% σε 34,3% την ίδια περίοδο.
Η σύνθεση των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα αναδεικνύει και άλλες στρεβλώσεις. Χωρίς να έχουν πάει στο ταμείο της στατιστικής καταγραφής οι ασφαλιστικές εισφορές – φωτιά του νόμου Κατρούγκαλου, δεδομένου ότι η ανάλυση αφορά τα πεπραγμένα του 2015, οι μεγαλύτερες επιβαρύνσεις φαίνεται πως προκύπτουν ακριβώς από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Εμμεσοι φόροι και ΕΝΦΙΑ έχουν επίσης την τιμητική τους στην Ελλάδα των υπέρμετρων επιβαρύνσεων.
Στα 100 ευρώ εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, στην Ελλάδα οι εισφορές συντρέχουν με 29 ευρώ (26 ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ),οι έμμεσοι φόροι (Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης και ΦΠΑ) εισφέρουν 39 ευρώ (32 ο μέσος όρος), ενώ η συμμετοχή των εταιρικών φόρων είναι στα 6 ευρώ (έναντι 9 στον ΟΟΣΑ) και οι φόροι στην περιουσία δίνουν 8 ευρώ (έναντι 6 στον ΟΟΣΑ).
Η Ελλάδα έχει την ένατη υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στις χώρες του ΟΟΣΑ όσον αφορά τους φόρους στην περιουσία εξαιτίας του ΕΝΦΙΑ, οι ασφαλιστικές εισφορές στη χώρα κατατάσσονταν ήδη στη 15η θέση πριν εμφανιστούν ο Γιώργος Κατρούγκαλος και ο νόμος του, ενώ στο μέτωπο των έμμεσων φόρων η χώρα κατέλαβε την 7η θέση ανάμεσα στις 35. Το 2018, οι επιδόσεις αυτές θα είναι προφανώς χειρότερες. Ο προϋπολογισμός φέρνει πρόσθετες επιβαρύνσεις, χωρίς να σβήνει καμία, έστω και στο ελάχιστο, από τις προηγούμενες.