Οι σχέσεις Δύσης – Ρωσίας δοκιμάζονται εδώ και καιρό. Οι διιστάμενες απόψεις των δύο πλευρών δεν περιορίζονται στη δημοκρατία και τη διακυβέρνηση. Πιο πρακτικά ζητήματα, όπως η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στα σύνορα με τη Ρωσία και οι «παρεμβολές» της τελευταίας στους δυτικούς της γείτονες βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας.
Από εκεί και πέρα, η Μόσχα εκτιμά ότι η επάνοδός της έχει προκαλέσει τριγμούς και πως σημαντικό μέρος της Δύσης την προτιμά καθηλωμένη στην αδύναμη θέση της δεκαετίας του 1990. Διακρίνει, επίσης, διεύρυνση του αντιρωσικού μετώπου και έτσι στρέφεται στην Ανατολή και ειδικότερα στην Κίνα, ως αντίβαρο στη συνεχιζόμενη αποξένωσή της από ΕΕ και ΗΠΑ. Οι ενεργειακοί και εμπορικοί δεσμοί, καθώς και πολιτικοί λόγοι, δεν επιτρέπουν ριζική ανατροπή του προσανατολισμού της, πλην όμως, συμμετέχει δυναμικά σε εταιρικά σχήματα που θέτουν εν αμφιβόλω την κυριαρχία της Δύσης τόσο σε τοπικό επίπεδο (Συνεργασία της Σαγκάης) όσο και στο διεθνές στερέωμα (BRICS). Επίσης, η ροπή προς τον εθνικισμό και η διάχυση ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού –οι οποίοι πάντως υποχώρησαν εκλογικά το τελευταίο εξάμηνο –ανοίγουν παράθυρο ευκαιρίας για το Κρεμλίνο. Aπογοητευμένες ομάδες πολιτών από τη γραφειοκρατική λειτουργία των «απόμακρων» Βρυξελλών, του προσφέρουν τη δυνατότητα να απευθυνθεί (με έμμεσους τρόπους) σε όσους αμφισβητούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η Μόσχα κατηγορείται πως έτσι επιχειρεί να συντηρήσει την αβεβαιότητα, αποδυναμώνοντας την ΕΕ, ενώ υπάρχουν και φωνές που χρεώνουν σε συνειδητή επιλογή της τη δραματική αύξηση των προσφυγικών ρευμάτων από τη Συρία το 2015. Επακόλουθα, τα περιθώρια ουσιαστικής επαναπροσέγγισης στο πολιτικό πεδίο είναι αισθητά περιορισμένα, αν και στο επιχειρηματικό πεδίο και παρά τις κυρώσεις, οι δεσμοί φαίνονται μάλλον αδιατάρακτοι.
Η Δύση, από την πλευρά της, κατηγορεί τη Ρωσία για ανάμειξη σε εκλογικές διαδικασίες, με αποκορύφωμα τις προεδρικές των ΗΠΑ αλλά και αναθεωρητικές βλέψεις, με έμφαση στα γεγονότα σε Γεωργία και Ουκρανία. Ως προς την τελευταία, το Κρεμλίνο δικαίως παραπονιέται για τη μονομερή πίεση που του ασκείται, η οποία αποδεικνύεται αντιπαραγωγική, αφού απενοχοποιεί το Κίεβο, μη δεσμεύοντάς το σε καθοριστικές κινήσεις για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Παράλληλα κρατάει τις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας όμηρο της ρωσο-ουκρανικής διένεξης. Μάλιστα, συγκεκριμένοι ευρωατλαντικοί κύκλοι ταυτίζουν τη Ρωσία με την Τουρκία, «τοποθετώντας» τες σε έναν άξονα «προβληματικών» γειτόνων για την ΕΕ. Εξάλλου, η προσέγγιση Μόσχας – Αγκυρας χρησιμοποιείται από την πρώτη για να αναδειχθεί σε αντιστάθμισμα για τους απογοητευμένους συμμάχους της Δύσης, σε μια συγκυρία όπου το εκτόπισμά της έχει αυξηθεί σημαντικά μετά την επιτυχή εγκαθίδρυσή της στη Συρία. Πλέον, η συνεννόηση ΗΠΑ – Ρωσίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη (έστω και σχετικής) αποκατάστασης της τάξης στην πολύπαθη χώρα, αν και όσο διατηρείται η φλόγα της αντιπαράθεσης Ριάντ – Τεχεράνης δύσκολα θα οδηγηθούμε σε ολοκληρωτική αποκλιμάκωση. Η κοινή δήλωση Τραμπ – Πούτιν της 11ης Νοεμβρίου, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του APEC, υποδηλώνει αφενός τη διάθεση να αποφευχθούν περαιτέρω επιπλοκές στο Συριακό, αφετέρου να επιδειχθεί πνεύμα συνεργασίας στις προσπάθειες καταπολέμησης της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας.
Ομοίως, στον απόηχο των εξελίξεων με τη Βόρεια Κορέα, δεν θα πρέπει να λησμονούμε τον εποικοδομητικό ρόλο της Μόσχας στη συμφωνία γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, έστω και αν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Εξίσου είναι δεδομένο πως η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης – Ρωσίας επιδρά αρνητικά σε ένα σημαντικό κομμάτι της Ευρασίας και δη του μετασοβιετικού χώρου.
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.