Δυσβάσταχτο είναι το κόστος της… δωρεάν δημόσιας υγείας εν μέσω κρίσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας μελέτης, έξι στους δέκα Ελληνες που είχαν ανάγκη ιατρικής φροντίδας το τελευταίο έτος χρειάστηκε να πληρώσουν από την τσέπη τους, ενώ οι ασθενείς αναγκάζονται να κόβουν ακόμη και τα χάπια τους στα δύο για λόγους οικονομίας.
Μάλιστα, όπως φαίνεται από τα ίδια στοιχεία, τα οικονομικά βάρη που αναγκάζονται να σηκώσουν οι Ελληνες για την ιατροφαρμακευτική τους φροντίδα είναι δραματικά δυσανάλογα συγκριτικά με τις περικοπές που έχουν υποστεί στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ελληνικά νοικοκυριά.
Τα στοιχεία της πανελλαδικής έρευνας «Hellas Health VII» που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) σε συνεργασία με το Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ αποκαλύπτουν το μέγεθος της κρίσης στην Υγεία.
Ετσι, ένα από τα μελανότερα σημεία των αποτελεσμάτων της ίδιας μελέτης που παρουσίασε χθες ο καθηγητής – διευθυντής του ΙΚΠΙ και του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας Γιάννης Τούντας είναι ότι ένας στους πέντε Ελληνες δεν έλαβε τη θεραπεία ή δεν υποβλήθηκε σε διαγνωστικές εξετάσεις παρότι τις χρειαζόταν.
Μάλιστα οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Οταν οι ερευνητές ρώτησαν τους συμμετέχοντες «ποιος ήταν ο βασικός λόγος που δεν λάβατε τη φροντίδα υγείας που χρειαζόσασταν;» η απάντηση ήταν αναμενόμενη αλλά ταυτόχρονα αποκαλυπτική για την οικονομική ένδεια που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά.
Ειδικότερα, το 53% των Ελλήνων που αναγκάστηκε να κάνει… περικοπές στην υγεία του απάντησε ότι δεν έλαβε ιατρική φροντίδα, γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει τη θεραπεία ή τις διαγνωστικές εξετάσεις. Μάλιστα όπως φαίνεται οι Ελληνίδες είναι αυτές που κατά κύριο λόγο βάζουν σε δεύτερη μοίρα την υγεία τους.
Επιπλέον, από το σύνολο των συνταξιούχων, το 20% αποφεύγει να κλείσει ραντεβού με γιατρό για οικονομικούς λόγους, ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό και στην κατηγορία των ανέργων.
Επιπρόσθετα, ένας στους δέκα υποδεικνύει ως βασικό πρόβλημα τις μεγάλες αναμονές για να κλείσει ραντεβού σε δημόσιες δομές.
Ο λόγος που οι πολίτες αισθάνονται προδομένοι από το (κατά τα άλλα) δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας καταγράφεται από το ύψος των ιδιωτικών δαπανών υγείας.
ΒΑΡΥ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ. Ετσι, κατά μέσο όρο ο κάθε Ελληνας πληρώνει από την τσέπη του στη διάρκεια του έτους 170 ευρώ για επισκέψεις σε ιατρούς, 75 ευρώ για επισκέψεις σε οδοντιάτρους και 50 ευρώ για εργαστηριακές και διαγνωστικές εξετάσεις.
Ομως, με μία πιο αναλυτική ματιά διαπιστώνει κανείς ότι δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις ο τελικός λογαριασμός είναι ιδιαίτερα τσουχτερός. Ειδικότερα, από αυτούς που αναγκάστηκαν να πληρώσουν από την τσέπη τους επισκέψεις σε γιατρό, το 20% απάντησε ότι πλήρωσε από 101 έως και 200 ευρώ το τελευταίο έτος, ενώ ένα επιπλέον 20% πλήρωσε από 201 ώς 500 ευρώ.
Αναφορικά με τις ιδιωτικές δαπάνες για επισκέψεις σε οδοντιάτρους, το 11% των συμμετεχόντων στην έρευνα ξόδεψε πάνω από 201 ευρώ –με κάποιους να καταβάλλουν έως και 500 ευρώ –ενώ ένα 8% αναγκάστηκε να πληρώσει από την τσέπη του περισσότερα από 500 ευρώ για οδοντιατρικές πράξεις.
Αντίθετα, όπως διαφαίνεται από τα ίδια στοιχεία, οι εξετάσεις φαίνεται να επιβαρύνουν λιγότερο τους Ελληνες, καθώς από αυτούς που υποβλήθηκαν τους τελευταίους 12 μήνες σε διαγνωστικό έλεγχο, μόλις το 12% κατέβαλε στο ταμείο του εργαστηρίου πάνω από 100 ευρώ και το 6% πάνω από 201 ευρώ.
Εν τω μεταξύ, τα στοιχεία της ίδιας έρευνας συνηγορούν ότι το δίχτυ προστασίας για τις ευαίσθητες οικονομικά ομάδες παραμένει… τρύπιο. Και αυτό διότι οι έξι στους δέκα συνταξιούχους, των οποίων οι συντάξεις έχουν συρρικνωθεί δραματικά στα χρόνια του Μνημονίου, συνεχίζουν να πληρώνουν από την τσέπη τους τον γιατρό για εξέταση ή για συνταγογράφηση φαρμάκων.
Ιδιαίτερα υψηλό είναι και το αντίστοιχο ποσοστό για τους ανέργους, καθώς πέντε στους δέκα αναγκάστηκαν να ανοίξουν το πορτοφόλι τους για να λάβουν ιατροφαρμακευτική φροντίδα.
ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΟΥΡΕΣ. Ενα ακόμη παράδοξο σχετικά με το δημόσιο σύστημα υγείας είναι ότι παρόλο που εν μέσω κρίσης οι πολίτες έχουν ανάγκη από δωρεάν υγεία, οι τεράστιες ουρές στα δημόσια νοσοκομεία σπρώχνουν τους ασθενείς (αναγκαστικά) προς τον ιδιωτικό τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, το 60% κλείνει ραντεβού με ιδιώτη γιατρό, συμβεβλημένο (37%) ή μη (23%), ενώ μόλις το 19% περιμένει στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων.
Ανάλογα, μειωμένο είναι το ποσοστό όσων επιλέγουν δημόσια Πολυϊατρεία και Κέντρα Υγείας του ΠΕΔΥ για ιατρική φροντίδα, αφού μετά βίας το ποσοστό αγγίζει το 7%, γεγονός που καταγράφει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την αδυναμία του συστήματος.
Σε γκρίζα ζώνη μετατρέπονται και τα απογευματινά ιατρεία των δημόσιων νοσοκομείων –η επίκουρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής Μαρία Καντζανού επισήμανε κατά τη χτεσινή συνέντευξη Τύπου ότι «μόλις το 1% των συμμετεχόντων στην έρευνα αναζήτησε ραντεβού στα απογευματινά ιατρεία» και συνέδεσε τη χαμηλή ζήτηση με την αδυναμία πληρωμής.