Γνωστός ως «ρολίστας» σε πολλές ταινίες, ο ηθοποιός Τζον Κάρολ Λιντς κάνει το πέρασμά του πίσω από την κάμερα με ένα υπέροχο ντεμπούτο: το «Lucky», έναν φόρο τιμής στον (εκλιπόντα) πρωταγωνιστή του, Χάρι Ντιν Στάντον, που παίζεται από χθες στους κινηματογράφους.
Στις περισσότερες ταινίες, ο ηλικιωμένος ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με μια ασθένεια την οποία καλείται να «νικήσει». Εδώ, ο Λάκι είναι απλώς γέρος. Δεν το έχουμε ξαναδεί στο σινεμά.
Η έμπνευση ήρθε μέσα από τον ίδιο τον Χάρι και τη φιλοσοφία του πάνω στη ζωή. Οι σεναριογράφοι της ταινίας –ο Λόγκαν Σπαρκς υπήρξε χρόνια συνεργάτης του –οδηγούσαν κάπου σε μια ερημική τοποθεσία και ξαφνικά τους ήρθε η ιδέα ενός κεντρικού χαρακτήρα που ζει κάπου στο πουθενά ως γκουρού. Και φυσικά σκέφτηκαν τον Χάρι. Ετσι ξεκίνησε η όλη περιπέτεια. Κάθε φορά που το σκέφτομαι λέω «ευτυχώς που αποφύγαμε αυτή την κατεύθυνση». Μπορείτε να φανταστείτε τον Χάρι στον ρόλο, ξέρω γω, του Ομπι Ουάν Κενόμπι; Σιγά σιγά που λέτε, το σενάριο άρχισε να αλλάζει, να μορφοποιείται. Μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτόν τον χαρακτήρα. Που βασίστηκε, κατά πολύ, στη ζωή του Χάρι –πολλές φορές σε συνεργασία και με τον ίδιο.
Με άλλα λόγια, ήταν ξεκάθαρο σε όλους πως δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία.
Δίχως καμία αμφιβολία! Από την αρχή ξέραμε πως στο επίκεντρό μας ήταν ο Χάρι ως ηθοποιός και ως άνθρωπος. Και η δυσκολία της υπόθεσης για τον ηθοποιό εδώ είναι πως, για να μπορέσει να ενσαρκώσει έναν τέτοιο ήρωα, πρέπει να βυθιστεί στη ζωή του, να την κοιτάξει απ’ όλες τις μεριές. Και, απ’ αυτές, να διαλέξει τι εξυπηρετεί τον ρόλο και τι όχι. Αυτό, πιστέψτε με, είναι στ’ αλήθεια πολύ δύσκολο. Νομίζω, οι ηθοποιοί θα με καταλάβουν περισσότερο. Είναι κάτι άλλο να ενσαρκώνεις έναν χαρακτήρα με τον οποίο δεν έχεις κάποια επαφή, κάτι «στημένο» εντελώς έξω από εσένα, και κάτι άλλο να γνωρίζεις εξαρχής πως η κίνηση του σώματός σου είναι η κίνηση του χαρακτήρα, η φωνή το ίδιο. Προσωπικά μιλώντας, δεν ξέρω καμία ταινία που να έχει στηριχτεί στη ζωή του πρωταγωνιστή της, δίχως να είναι ντοκιμαντέρ.
Δεν είναι όμως μόνο δύσκολη συνθήκη και για τον ηθοποιό. Εσείς, ως σκηνοθέτης, νομίζω, οφείλατε να μείνετε τελείως απαρατήρητος για να μπορέσει να λειτουργήσει όλο αυτό.
Ναι, έχετε απόλυτο δίκιο. Η ματιά του σεναρίου είναι τόσο προσωπική που αν την υπογραμμίσεις σκηνοθετικά, την έχεις αυτομάτως εξουδετερώσει. Και εδώ έπρεπε να κάνω χώρο στον Χάρι για να βρει τον εαυτό του μέσα σε ένα εντελώς «φτιαχτό», μυθοπλαστικό περιβάλλον. Να αισθανθεί οικειότητα με τους συμπρωταγωνιστές του. Στο μεταξύ, το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως ο ίδιος ο Χάρι δεν πίστευε καθόλου στην «υποκριτική», δεν «έπαιζε» δηλαδή.
Νομίζω, και ο Μαστρογιάνι πλησίαζε τους ρόλους του με τον ίδιο τρόπο –έτσι γράφει στην αυτοβιογραφία του.
Αλήθεια; Να ένα ενδιαφέρον δίδυμο! Πάντως σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, όταν ρωτήθηκε, είπε πως ο Λάκι «είναι απλά κάποιος χαρακτήρας που έγραψαν τα παιδιά», βγάζοντας τον εαυτό του απέξω. Και το έκανε ακριβώς για να μπορέσει να τον ενσαρκώσει. Πέθανα στο γέλιο όταν το διάβασα. Αλλά αν το σκεφτείτε, δεν είχε επιλογή.
Hταν και για εσάς ένα ταξίδι ανακάλυψης το γύρισμα αυτής της ταινίας;
Υπάρχουν κάποιες ηθικές γραμμές που κανείς σκηνοθέτης δεν πρέπει να διασχίζει. Και ήταν εντυπωσιακό πόσο γρήγορα τις παραβίασα (γέλια). Σκεφτόμουν, ας πούμε, πως ένας σκηνοθέτης δεν πρέπει να λέει ποτέ ψέματα στον ηθοποιό του για να αποσπάσει ένα βλέμμα, μια ερμηνεία. Ε, το ξεπέρασα γρήγορα. Ο σκηνοθέτης είναι ταυτόχρονα και ο διαχειριστής ενός πολεμικού τοπίου. Η ταινία μας ήταν μικρή και φτηνή. Μαθαίνεις λοιπόν γρήγορα πως σινεμά δεν είναι μόνο ο σωστός φωτισμός και το σωστό κάδρο…