Ο πρώτος θεατρικός τρελός της Iστορίας είναι ο Ηρακλής του Ευριπίδη αλλά και ο Ορέστης στην ομώνυμη τραγωδία του ίδιου τραγικού ποιητή. Ο Ευριπίδης υπήρξε γόνιμος συνομιλητής του Ιπποκράτη, του πρώτη μελετητή στην Ιστορία που αντιμετώπισε την τρέλα ως ασθένεια τής οποίας μπορεί κανείς να διερευνήσει τα αίτια, τα συμπτώματα και την πιθανή θεραπεία, σε μια εποχή που οι άνθρωποι θεωρούσαν «ιεράν νόσον» και την τρέλα και την επιληψία, δηλαδή μια «κατάρα» των θεών. Ο Ευριπίδης μάλιστα στον «Ορέστη» και μέσω του Αγγελιαφόρου στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις» αφήνει να εννοηθεί πως η ασθένεια του μητροκτόνου στοιχειώνεται από ενοχές που του προκαλούν «προβολές» της ενοχής, οι οποίες εκφράζονται με φαντασιώσεις. Ο Ορέστης στην Ταυρίδα σε μια στιγμή κρίσης «βλέπει» να τον κυνηγούν οι Ερινύες που εκτοξεύουν εναντίον του το πτώμα της Κλυταιμνήστρας!
Ο Ηρακλής, πάλι, σκοτώνει εν κρίσει τα παιδιά του νομίζοντας πως είναι τα παιδιά του τυραννικού εχθρού του Ευρυσθέα!
Κρίση παραληρήματος παθαίνει και ο Φιλοκτήτης λόγω της χρόνιας πληγής του που έχει δημιουργήσει συρίγγιο και τον οδηγεί συχνά σε λυτρωτική βυθιότητα.
Σε κατάσταση τρέλας βρίσκεται και η Αγαύη των «Βακχών», τόσο, ώστε συγχέει την πραγματικότητα με φαντασιακές καταστάσεις μπερδεύοντας τον γιο της, τον οποίο έχει κατασπαράξει, με έναν σκύμνο λιονταριού, περιφέροντας το κεφάλι του Πενθέα ως τρόπαιο πάνω στον θύρσο της.
Αν αναφέρομαι σ’ όλες αυτές τις έξοχες μαρτυρίες που οι τραγικοί αναπαριστούν αλήθειες της ζωής, είναι για να διαπιστώσουμε άλλη μια φορά πως ο άνθρωπος, ήδη από τις πρώτες καταθέσεις όπου μας ταξιδεύει η παράδοση της προφορικής και της γραπτής αφήγησης, μένει άναυδος και αμήχανος και περιδεής μπροστά σε εκδηλώσεις ανθρώπων που με τις πράξεις τους και τον λόγο τους καταστρατηγούν το φυσικό, το κοινόχρηστο, το παραδεκτό και συμπεριφέρονται παράδοξα, παρά την δόξαν, αλλοπρόσαλλα, άτακτα, παράλογα.
Η ψυχιατρική είναι τελείως νέα ιατρική επιστήμη, μόλις μετράει ενάμιση αιώνα επιστημονικής νομιμοποίησης. Δεν είναι μακριά οι εποχές που οι τρελοί απομονώνονταν σε γκέτο ή σε περιόδους θρησκευτικού φανατισμού καίγονταν στις πυρές της Ιεράς Εξέτασης ως σώματα στα οποία είχε καταφύγει ο δαίμονας. Οχι βέβαια σπάνια σε πρωτόγονες εποχές οι άνθρωποι θεωρούσαν τους «παρεκκλίνοντες» ως φορείς θεϊκών βουλήσεων και μάντεις μελλόντων γεγονότων.
Ο μέγας ρώσος συγγραφέας Νικολάι Γκόγκολ μάς δώρισε το «Ημερολόγιο ενός τρελού», ένα ιδιοφυές και αινιγματώδες κείμενο. Εν πρώτοις υπάρχει ήδη στον τίτλο του έργου μια παραδοξότητα. Το μόνο που συνήθως δεν αφήνουν πίσω τους οι τρελοί είναι, βέβαια, ημερολόγια. Το ημερολόγιο –κι όταν υπάρχει –είναι καθρέφτης της σχιζοφρένειας του γράφοντος και καταθέσεις αντιφατικών φαντασιώσεων.
Στη λογοτεχνία μας έχει αξιόλογα κείμενα λογίων, στοχαστών, ποιητών και πεζογράφων που χάθηκαν μέσα στους λαβυρίνθους της παράνοιας. Μένω στα ποιήματα που έγραψε στο Δρομοκαΐτειο ο μέγας Γεώργιος Βιζυηνός και έτσι, για την κεντρική ιδέα αυτών των γραμμών, να θυμίσω τον στίχο: «Αλλαξε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου».
Κρατήστε, παρακαλώ, αυτή τη μεγαλοφυή διαπίστωση. Η τρέλα είναι ένας άλλος ρυθμός, έχει τη δική της συχνά τέλεια γεωμετρημένη λογική που δεν συμπίπτει με την τρέχουσα και κοινώς παραδεκτή. Πόσο συχνά οι προφήτες δεν παρεξηγήθηκαν θεωρούμενοι ως τρελοί ακριβώς γιατί κοινοποιούσαν γεγονότα έξω από την κανονικότητα του συνήθους.
Οταν διαβάζει κανείς το «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ αμφιταλαντεύεται αν ο γράφων είναι πράγματι τρελός ή καμώνεται τον τρελό. Αυτό συμβαίνει διότι συνεχώς αφηγούμενος μια μπαίνει και μια βγαίνει είτε από την πραγματικότητα είτε από την τρέλα. Βέβαια η σχιζοφρένεια, το λέει η λέξη, είναι μια χαράδρα, μια σχισμή με δύο όχθες, τη μια μέσω μιας γέφυρας περνάς στην τρέχουσα λογική, την άλλη απογειώνεσαι στον τέλεια δομημένο κόσμο του παραλόγου.
Ο ήρωας του Γκόγκολ είναι ένας τυπικός εκπρόσωπος της ρωσικής λογοτεχνικής παράδοσης: ένας δημόσιος υπάλληλος. Αυτός ο τύπος ανθρώπου ήταν ένα υβρίδιο μιας κοινωνίας που περιστρεφόταν γύρω από την τσαρική αυθεντία. Η δημοσιοϋπαλληλική πυραμίδα, αυστηρά δομημένη, εξέφραζε κυριολεκτικά μια ιεραρχική αξιακή οντογένεση. Η θέση σου σ’ αυτήν ιεραρχία ήταν το μοναδικό κριτήριο αναγνώρισης της ταυτότητάς σου ως πολίτη – υπηκόου.
Ο Ποπρίτσιν είναι ένα γρανάζι στην άτεγκτη ιεραρχία της δημοσιοϋπαλληλίας και αισθάνεται πάνω στο πετσί του, στον νου του και στην καρδιά του την καταπίεση του προϊσταμένου του, που όμως είναι και ο πατέρας του ερωτικού του αντικειμένου, μιας κόρης που η αδιαφορία της οξύνει το ερωτικό μένος και παραλήρημα του συνθλιβόμενου παντοιοτρόπως φουκαρά.
Οδηγείται στην τρέλα αφού πρώτα καταφεύγει για να αμυνθεί σε φανταστικά σωτήρια κάστρα, απ’ όπου νομίζει πως θα εξαπολύσει την αντεπίθεσή του. Ενας ανύπαρκτος κατώτατος τροχός της αμάξης που ως μόνο καθήκον στην κρατική εξουσία είναι να ξύνει τα μολύβια και να καθαρίζει τις πένες του προϊσταμένου, ως μόνο σωσίβιο είναι να δραπετεύσει σε χώρες εξωτικές ή απόξενες και να στεφθεί αυτοκράτορας, παντοκράτωρ, απολύτως μονάρχης και αυτεξούσιος.
Αυτή η καταφυγή στο φανταστικό είναι πολύ κοντά στην παιδική παιγνιώδη φαντασία. Ενα παιδί γίνεται στρατηγός, κυνηγός, σοφός, εκδικητής, πρωταθλητής, μεγάλος εφευρέτης, δάσκαλος μιμούμενο μια κοινωνία και τις δομές της μέσα στις οποίες μεγαλώνει και διδάσκεται να αφομοιώνει τις ιεραρχίες της και τη λειτουργικότητα των σκοπών της.
Ο ήρωας του Γκόγκολ βρίσκει καταφύγιο στη φαντασία και η ταύτιση με το φανταστικό τον οδηγεί χωρίς αναστολές στην ασφάλεια της τρέλας. Οι φοβίες, οι ταπεινώσεις, οι απαξιώσεις, η κατάθλιψη της υποταγής και η υποταγή σε εξουσίες που σου έχουν επιβληθεί ακούσια εξαφανίζονται όταν βρεις την κρυψώνα σου όπου με λυμένα τα χέρια και αδέσμευτο από καθήκοντα τον νου πετροβολάς τους καταπιεστές σου.
Δεν έγινε τυχαία διεθνώς αποδεκτό ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα το «Ημερολόγιο» του Γκόγκολ. Ο καθένας λίγο ή πολύ έχει μέσα του έναν Ποπρίτσιν. Ακόμη και ο Πάπας στην άτεγκτη ιεραρχία του Βατικανού, παρότι Αλάθητος, αισθάνεται βαριά και τυραννική την παρουσία του θείου. Και για να θυμηθούμε τους μεγαλοφυείς αρχαίους προγόνους μας ούτε οι θεοί του Ολύμπου ήταν ελεύθεροι και αυτεξούσιοι. Πάνω από το δωδεκάθεο καθόριζε την πορεία ακόμη και των θεϊκών βουλήσεων η ΑΝΑΓΚΗ. Σ’ αυτήν όλοι πείθονταν.
Και οι παρεκκλίσεις τους δεν ήταν τίποτε άλλο από απονενοημένες πράξεις, τρελές επιθυμίες αποφυγής της νόρμας του ορθού που στη θέση του ερχόταν να εγκαθιδρυθεί ένα άλλο ορθόν.
«Το ημερολόγιο ενός τρελού» και στην Ελλάδα έχει σταδιοδρομήσει σε πολλές διασκευές και ενδιαφέρουσες ομιλίες. Πρόχειρα αναφέρω τις ερμηνείες του Χορν, του Καρρά, του Μεσσάλα, του Λαζόπουλου, του Στάθη Ψάλτη. Ο Μεσσάλας μάλιστα το έπαιζε χρόνια πολλά. Τώρα στο θέατρο Κακογιάννη το επιχειρεί ο Σωτήρης Χατζάκης. Ο Χατζάκης, πασίγνωστος και επιτυχημένος τα τελευταία χρόνια σκηνοθέτης και διευθυντής στα δύο κρατικά μας θέατρα, ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία από το πρωτοπόρο θέατρο Καισαριανής ως ιδρυτικό του μέλος.
Επανέρχεται λοιπόν τώρα στην υποκριτική χωρίς να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία. Ετσι με τη διπλή αυτή ιδιότητα ερμηνεύει τον γκογκολικό τρελό με εμφανή τη διπλή σχιζοφρενική του υπόσταση. Στην προσέγγιση του Χατζάκη ο Ποπρίτσιν μια βγαίνει, μια μπαίνει στην παράνοια, μια βιώνει την καταπίεση μιας ταξικής τυραννικής κοινωνίας που συνθλίβει συνειδήσεις και μια αποδρά σε κόσμους όπου κυριαρχεί το εξογκωμένο εγώ του από μια φανταστική εξουσιαστική πλατφόρμα που κάτω της εκλιπαρούν την ευλογία του οι έως τότε διώκτες του και κυρίως η ακατάδεκτη ειρωνική αλαζονική ερωτική του αγκαλίτσα.
Ο Χατζάκης σε μια ερμηνεία ισορροπημένη και μεθοδολογικά μπρεχτική, δηλαδή εμφανώς αποστασιοποιημένη με έντονα παραξενίσματα, δείχνει (δεν ταυτίζεται, δείχνει, όπως το επιζητούσε ο Μπρεχτ) τον γκογκολικό αντιήρωα.
Η μετάφραση είναι της Ελένης Μπακοπούλου και η διασκευή του σκηνοθέτη – ερμηνευτή.
Το έξοχο σκηνικό, ένα κρεμασμένο στο κενό γυμνό μυαλό, και τα κοστούμια ανήκουν στην ευρηματική πείρα της Ερσης Δρίνη, οι φωτισμοί στη Χριστίνα Αθανασούλα. Βοηθός σκηνοθέτη και μία από τις «φωνές» του σχιζοειδούς ήρωα η Μελίνα Κατσακούλη.
Σε μια εποχή που ο καθένας σ’ αυτή τη χώρα και σ’ αυτή την οικουμένη κατατρύχεται από έναν βάναυσο τρόπο ζωής και αναζητεί μια καταφυγή, έστω σε μια προσωπική ουτοπία, πέστε το τρέλα, η γκογκολική ιδιοφυΐα μάς είναι οδηγός!