Βρισκόμαστε στο Τέιμς-ον-Λόκντον, μια επινοημένη μικρή πόλη όχι μακριά από το Λονδίνο, στις όχθες του Τάμεση, χειμώνα του ’42. Εδώ, όπως και σε όλη την αγγλική επαρχία, έχουν καταφύγει άνθρωποι εκδιωγμένοι από τον τρόμο και τις καταστροφές που προκάλεσαν στο Λονδίνο και αλλού οι μαζικοί γερμανικοί βομβαρδισμοί. Μια τέτοια περίπτωση είναι η 39χρονη δεσποινίς Ρόουτς, κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, που έχει εγκαταλείψει κάθε ελπίδα «αποκατάστασης». Ζει σε μια πανσιόν, το Τεϊοποτείον Ρόζαμουντ, όπου τρώει και τα γεύματά της με την παρέα δύο ηλικιωμένων κυρίων, ενός αργούντος ανόητου και φλύαρου ηλικιωμένου, του κ. Θουέιτς, που τη βασανίζει συστηματικά εφευρίσκοντας διαρκώς πρακτικές ή ιδεολογικές αφορμές, ενός άλλου διακριτικού κυρίου, πρώην ηθοποιού, και άλλων περιστασιακών ενοίκων. Η ατμόσφαιρα είναι τυπική, αξιοπρεπής, ασάλευτη. Η ανιαρή επαναληπτικότητα κυριαρχεί, από γεύμα σε γεύμα. Η μόνη εργαζόμενη ένοικος είναι η δεσποινίς Ρόουτς που πηγαινοέρχεται καθημερινά στο Λονδίνο με το τρένο. Εργάζεται σε εκδοτικό οίκο, αλλά η δουλειά σταδιακά συρρικνώνεται λόγω έλλειψης χαρτιού. Μοναδική συγγενής της μια μακρινή θεία στα τελευταία της και μοναδική φίλη μια σαραντάρα γερμανικής καταγωγής, εργαζόμενη σε κτηνιατρείο, η Βίκι, που η πρωταγωνίστρια την προστατεύει τρόπον τινά από τη μισαλλοδοξία του πολέμου και μάλιστα της προτείνει την πανσιόν της ως τόπο διαμονής –όπως και συμβαίνει.
Ανηλεής πόλεμος
Η πλήξη είναι ωστόσο ο μεγάλος πρωταγωνιστής της ζωής των ενοίκων αυτής της «νεκροζώντανης πανσιόν» και περιγράφεται με ατμοσφαιρική λεπτότητα και μελαγχολικό χιούμορ από τον Χάμιλτον. Συγκατοικεί με την υποχρεωτική συσκότιση για τον φόβο των βομβαρδισμών και τις ελλείψεις σε αγαθά και τρόφιμα. Σε αντιστάθμισμα, ο Χάμιλτον ζωγραφίζει παραστατικά την υπερκινητικότητα στους δημόσιους χώρους, τα πλήθη του κόσμου που συρρέουν στις παμπ, την πύκνωση των ερωτικών δοσοληψιών ακόμη και μεταξύ των μεγαλυτέρων, τη σε απίστευτες ποσότητες κατανάλωση αλκοόλ. Ο πόλεμος έχει φέρει μια ατμόσφαιρα ζωής χωρίς αύριο. Εχει μάλιστα και τους οπαδούς του, ανθρώπους που κατανικούν τη μονοτονία της ύπαρξής τους συζητώντας τα πεπραγμένα του. Πρωταγωνιστές είναι οι αμερικανοί σύμμαχοι που εν αναμονή της απόβασης στην ηπειρωτική Ευρώπη και της διάνοιξης του λεγόμενου Δεύτερου Μετώπου έχουν διεισδύσει παντού, με τα δολάρια, τα εφόδια και την ακόρεστη, αφελή ζωτικότητά τους. Ξοδεύουν αφειδώς, κερνάνε τους πάντες, πίνουν ακαταπόνητα και βγαίνουν με τις ντόπιες κοπέλες που έχουν πλέον «τον Αμερικανό τους». Ενας απ’ αυτούς, ο υπολοχαγός Πάικ, προσεγγίζει τη δεσποινίδα Ρόουτς ανυπόκριτα, τη βγάζει έξω, της προσφέρει δείπνα και ατελείωτα διπλά ουίσκι, την οδηγεί συχνά σε ένα πάρκο της πόλης όπου φιλιούνται με τις ώρες, τέλος της κάνει μια αρκετά σαφή πρόταση γάμου. Ωστόσο αποδεικνύεται ανακόλουθος. Βλέπει και άλλες κοπέλες, εξαφανίζεται κάθε τρεις και λίγο, και το χειρότερο απ’ όλα, δείχνει δεκτικός στο αναίσχυντο φλερτ της φίλης της Βίκι, που αποδεικνύεται αδίστακτη ξελογιάστρα. Ενας ανηλεής πόλεμος θα κηρυχθεί μεταξύ των δύο γυναικών, που ξεπερνά τα όρια της απλής διεκδίκησης ενός άντρα και αγγίζει ζητήματα όπως η γυναικεία φιλαρέσκεια, η αναδρομική δικαίωση της ζωής τους, η απειλή της πανταχού παρούσας μοναξιάς και άλλα πολλά. Η σχετική διαμάχη μάς δίνει ευφυέστατους διαλόγους, καθώς η δεσποινίς Ρόουτς κάνει τώρα διμέτωπο αγώνα με τη Βίκι και τον κ. Θουέιτς –καταγοητευμένο μέχρι γελοιότητας από τη Γερμανίδα. Στην απελπισία της, μάλιστα, θα φτάσει να δώσει πολιτικές διαστάσεις στον τρόπο συμπεριφοράς τής πρώην φίλης της που αγγίζει την τευτονική ιδιοσυστασία των Ναζί. Μάλλον άδικα, μάλλον υπερβολικά, θα ακούσουμε τη σκέψη της προς το τέλος του βιβλίου.
Θύμα και θύτης
Εχουμε εδώ μια πραγμάτευση του πολέμου από τη σκοπιά της καθημερινότητας, κάτι που ελάχιστοι συγγραφείς έχουν αποτολμήσει, παρά τα εξαιρετικά βιβλία που έχουν γραφεί με αφορμή τη ναζιστική επίθεση στη Βρετανία. Το βουητό των αεροπλάνων ακούγεται πολύ μακρινό για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, επικεντρωμένοι καθώς είναι στις μικροέγνοιες της επιβίωσης, και κυρίως της νίκης επί της μοναξιάς και της ανίας. Η δεσποινίς Ρόουτς, στην οποία επικεντρώνεται ο συγγραφέας, δεν είναι διόλου αφελής και αντίθετα στοχάζεται κάθε τόσο τα του πολέμου, όσο κι αν δεν αγγίζουν ιδιαίτερα την καθημερινότητά της. Ούτε είναι τόσο ονειροπόλα για να σχεδιάζει ένα ροδαλό μέλλον, υποδυόμενη ότι βλέπει στον αμερικανό υπολοχαγό τον ιππότη των ονείρων της. Ωστόσο, αποζητά με απόγνωση την ανθρώπινη φιλία και ανήκει στο υποείδος εκείνο που δεν κατανοεί το μίσος, τη μοχθηρία και την επιθετικότητα.
Το καλό αφτί
Ο Πάτρικ Χάμιλτον διαθέτει το χάρισμα της συμπόνιας για τους ήρωές του. Δεν χαρίζεται όμως στους κακούς: τους κατονομάζει. Κάθε τόσο μας εκπλήσσει με την ενάργεια που αναλύει τις ανθρώπινες σχέσεις, την οξεία παρατηρητικότητά του, το καλό αφτί του στους διαλόγους –όσο και στους εσωτερικούς μονολόγους. Αν και κρατάει αντικειμενικές αποστάσεις (το μικρό όνομα της Ρόουτς το ακούμε κάνα δυο φορές μόλις στα μισά του βιβλίου), η τριτοπρόσωπη αφήγησή του θυμίζει συχνά Ντίκενς, πολλώ μάλλον που γνωρίζει σαν την παλάμη του χεριού του το Λονδίνο και την εκεί ζωή της εργατικής πρωτίστως τάξης. Οι μοναχικοί άνθρωποι είναι το προνομιακό πεδίο του, ενώ σιχαίνεται τον σνομπισμό και την ευταξία της αγγλικής άρχουσας τάξης. Οι γνώσεις του για την κουλτούρα του ποτού και τους τρόπους που αυτή αλλάζει τις ανθρώπινες συμπεριφορές είναι αξιοθαύμαστες. Η προσεκτική παρατήρηση των ερωτικών πεπραγμένων εντυπωσιάζει επίσης, παρά το ότι σπανίως γίνεται συγκεκριμένος ως προς την ολοκλήρωση ή μη των ερωτικών περιπτύξεων. Αν και ταυτισμένος σε μεγάλο βαθμό με τη δεσποινίδα Ρόουτς, επικεντρώνεται πού και πού σε άλλους ήρωες, σαν για να αφουγκραστεί τη δική τους άποψη και να διορθώσει ανάλογα τη συγγραφική του πορεία. Η περιγραφή του Λονδίνου στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, ως πολυκέφαλου τέρατος που εισπνέει και ξεφυσάει ανθρώπους μέσω του σιδηροδρόμου, είναι από τις καλύτερες που έχω διαβάσει για τη μητρόπολη αυτή.
Ποιος ήταν
Πέθανε νωρίς, ξεχάστηκε νωρίς
Ο Πάτρικ Χάμιλτον (1904-1962) έκανε σπουδαία καριέρα στον καιρό του, κυρίως στον Μεσοπόλεμο έως και λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός από έντεκα μυθιστορήματα, έγραψε και αρκετά θεατρικά έργα, το γνωστότερο από τα οποία «The rope» («Ο βρόχος») τον έκανε πλούσιο σε νεαρή ηλικία. Ενα σοβαρό ατύχημα τον παραμόρφωσε, στράφηκε στο ποτό, έκανε δύο γάμους, πέθανε νωρίς και ξεχάστηκε επίσης νωρίς, ίσως υπό τον ανταγωνισμό ιερών τεράτων της βρετανικής σκηνής, όπως ο Γκράχαμ Γκριν, ο Τζορτζ Οργουελ ή ο Εντουαρντ Γκόλντινγκ. Απαρνήθηκε συνειδητά τους νεωτερικούς πειραματισμούς και επικεντρώθηκε στη ρεαλιστική παράδοση, χωρίς ωστόσο να του διαφεύγει ούτε στιγμή η ουσία της ιστορικής περιόδου που βίωνε. Εχει να μας διδάξει πολλά για τον υπαινιγμό, το χιούμορ, την ταύτιση με τις ζωές των άλλων, αλλά και τον σπαραγμό της ανθρώπινης κατάστασης, όπως φαίνεται ευκρινώς και από τις τελευταίες σελίδες αυτού του βιβλίου.
Patrick Hamilton
Οι σκλάβοι
της μοναξιάς
Εισαγωγή: Doris Lessing
Μτφ. – επίμετρο: Κατερίνα Σχινά
Εκδ. Στερέωμα, 2017, σελ. 346
Τιμή: 19 ευρώ