Προβληματίζει βαθιά το βιβλίο του Σπύρου Μπρίκου «Αγία παπαλίνα η καλλονή» (μια σειρά είκοσι δύο διηγημάτων με τίτλους τους συχνά ονόματα όπως «Ζούπα με, Φιοντόρ», «Αστερίου Στεργιανή», «Αναστάσιος Σαργοπαπάς», «Η σύζυγος του Κ. Αρσένογλου», «Και το όνομα αυτής, Νίτσα»), κυρίως γιατί με αφετηρία την πόλη της Πρέβεζας και τον Αμβρακικό Κόλπο θέλει να ανοιχθεί σε μια ανθρωπογεωγραφία που οτιδήποτε και οπουδήποτε κι αν είχε συμβεί δεν θα της ήταν ξένο, μακρινό ή αδιάφορο. Ετσι όπως διαβάζουμε στην αρχή του διηγήματος «Και το όνομα αυτής, Νίτσα», «Περισσότερες από εκατό γυναίκες στην απομόνωση. Από πολλές γωνιές της Ελλάδας. Από διάφορα σημεία του πλανήτη. Μέσα από έναν παγκόσμιο χάρτη, που τα όριά του συρρικνώνονται, χρόνο με τον χρόνο, το ίδιο και τα σύνορα των χωρών που ταξιδεύουν μέσα του. Γίνονται ολοένα και πιο ασαφή».
Φαίνεται όμως πως δεν είναι μόνο τα όρια του παγκόσμιου χάρτη που συρρικνώνονται, αλλά και τα όρια όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο ενός διηγήματος, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το διήγημα «Η σύζυγος του Κ. Αρσένογλου», που, ενώ κατά το ήμισυ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διήγημα ενός προσγειωμένου προβληματισμού, ανοίγεται σε μια μεταφυσική καθόλου εύκολα αντιληπτή, αν πρόκειται δηλαδή για παραμύθι ή παραλήρημα ή ακόμα και για μια φιλόδοξη πρόθεση του συγγραφέα να συνταιριάξει ανάμεσά τους κόσμους κάθε άλλο παρά συμβατούς ακόμα και για την πιο οργιαστική φαντασία. Οταν στην αρχή του συγκεκριμένου διηγήματος η αναφορά του ονόματος Ευαγγελισμός (πρόκειται για το ομώνυμο νοσοκομείο) σε προσανατολίζει σε μια ιστορία που θα διεκτραγωδεί κάτι το γενικώς χαρακτηριζόμενο ως «ανθρώπινο», είναι αδύνατον να το συνδυάσεις στη συνέχεια, όσον αφορά το νόημα, το ύφος και την αισθητική, με κάτι που μοιάζει με κεφάλι ζώου και προβάλλει σ’ έναν κολπίσκο της Ικαρίας βγάζοντας κάθε τόσο αρχέγονους, ηδονικούς ήχους. Οσον κι αν έχει προηγηθεί μιάμιση σελίδα προκειμένου να προετοιμαστούμε ότι η σύζυγος του Κ. Αρσένογλου κατέληξε –ζωγράφος η ίδια –σε μια αλλόκοτη θαλάσσια μορφή, όπως ακριβώς αυτές που απεικόνιζε στα έργα της, το συμπέρασμα είναι ότι ο Μπρίκος θα πρέπει να έχει προηγούμενα με ό,τι αποκαλείται «κανονικότητα». Χωρίς επιπλέον να έχει συλλογιστεί ότι η κανονικότητα είναι μια έννοια που δεν υπονομεύεται με διανοητικά τεχνάσματα κι ότι στις εύφορες λογοτεχνικά ώρες έχει δώσει πραγματικά αριστουργήματα.
Επιστροφή στη θάλασσα
Με λίγα λόγια, είναι αδύνατον να γράφει κανείς τη λέξη Ευαγγελισμός με την τόση δραματική πυκνότητα που περιέχει και να γυρεύει την τελευταία σε κάτι που ακόμα και για τους ψαγμένους λογοτεχνικά ηχεί, τουλάχιστον, ως αξιοπερίεργο. Βεβαίως για να είμαστε δίκαιοι θα έπρεπε να πιάσουμε τα διηγήματα του βιβλίου «Αγία παπαλίνα η καλλονή» το καθένα ξεχωριστά, όμως όταν ένα ακόμα διήγημα, το «Εμείς ψαράδες είμαστε…», που επαναλάμβανε ως φράση ο ήρωάς του ο Μηνάς, δεξιοτέχνης, με ξεχωριστή κλίση στα έγχορδα, μουσικός στις μπουάτ της Πλάκας όταν μεσουρανούσε το Νέο Κύμα, καταλήγει με την Κορίνα που αγάπησε τον Μηνά για τη φωνή του και το δυνατό του παίξιμο στην κιθάρα, μα πιο πολύ για την ψυχή του ως ψαρά, να μεταβάλλεται σε ένα είδος θαλάσσιας μορφής, γοργόνας μάλλον, φαίνεται πως για τον Μπρίκο δύο εκδοχές θα πρέπει να ισχύουν: ή ότι η ζωή θα ξαναεπιστρέψει στη θάλασσα απ’ όπου λέγεται πως προήλθε ή πως ότι δεν γίνεται ό,τι μας είναι ήδη γνωστό ως θεματολογία ή προβληματισμός, να υπάρχει ως συνέχεια σε κάτι που γράφεται αυτή τη στιγμή.
Μάλλον θα πρέπει να επιμείνουμε στην πρώτη εκδοχή, καθώς η θάλασσα με τον τρόπο της πρωταγωνιστεί και στα διηγήματα «Ζούπα με, Φιοντόρ», «Αστερίου Στεργιανή», «Αλαμούστρα», «Λασκάρα», «Βουτιά θανάτου» και «Γοργόνα», με το τελευταίο να παραπέμπει, αχνά είναι αλήθεια, στην «Ωρα της φυρονεριάς» του Δημήτρη Χατζή, καθώς το βασικό μοτίβο του διηγήματος αυτού η γοργόνα χρειάζεται στον δημιουργό των «Ανυπεράσπιστων» περίπου 30 σελίδες, για να το αξιοποιήσει πλήρως, ενώ ο Σπύρος Μπρίκος αρκείται σε δύο μόνο σελίδες, χωρίς ωστόσο η σύγκριση αυτή να είναι εις βάρος του. Με έναν τρόπο όμως που τόσο σε αυτό όσο και σε άλλα διηγήματα ηδονικά τους στερεί τη συνέχειά τους, σαν να βιάζεται να τα τελειώσει, χωρίς να καταλαβαίνεις το γιατί, ή τέλος σαν να θέλει να υπογραμμίσει ότι η ιστορία που είχε αποφασίσει να διηγηθεί ήταν ένα πρόσχημα για έναν κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό που ακόμη και μέσα σε ένα επαρχιακό, ειδυλλιακό περιβάλλον μπορεί να ισχύσει όσο και σ’ ένα σκληρά δοκιμαζόμενο αστικό κέντρο.
Δεν είναι κακό, όταν μάλιστα πρόκειται για έναν τρόπο συγγραφικής συμπεριφοράς που έχει αποδώσει εξαιρετικούς καρπούς, ένας πεζογράφος να ανακαλύπτει τον κόσμο ενώ γράφει ο ίδιος –και κάτι τέτοιο, φαίνεται, συμβαίνει με τον Μπρίκο -, φτάνει όμως μαζί με την ειρωνεία και τον σαρκασμό που σε μια εξευγενισμένη αλλά παρ’ όλα αυτά αιχμηρή μορφή διαθέτει, την «πληροφορία» που ανασυνθέτει αφηγηματικά να της δίνει μια νέα πνοή, όταν μάλιστα είναι τόσο παλιά όσο ο εναγκαλισμός της Εκκλησίας με τη χούντα στη διάρκεια της επταετίας 1967-1974 («Αναστάσιος Σαργοπαπάς»).
Σουρεαλιστική πόλη
Διαφορετικά, η καταγγελτική πρόθεση παραμένει άσφαιρη και λειτουργεί μόνον όταν αναγνωρίζεται μια βιωματική συνάφεια, όπως με το διήγημα «Γάτες Πρεβεζάνες», με την Πρέβεζα μια «καθ’ όλα σουρεαλιστική πόλη» να καταδιώκει τον συγγραφέα, χωρίς καθόλου ευτυχώς να θυμίζει τον Καρυωτάκη, καθώς η «Μπάντα», το «Βιβλιάριο τραπέζης» ή οι «Γυναίκες που αγαπιούνται καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια» έχουν αντικατασταθεί από γάτες Πρεβεζάνες και από το μπαρ Αγιος Μελέτιος. Ωστόσο, παρά το μπούκωμα που αναγνωρίζεται σε αρκετά διηγήματα (για παράδειγμα στο «Αστερίου Στεργιανή» τέσσερα κύρια μοτίβα, δηλαδή η εξόριστη μητέρα, η «σχέση» της Στεργιανής με τον ενωμοτάρχη, η απόφαση της ίδιας για το πήδημα του θανάτου και ο έρωτας του Αποστόλη γι’ αυτήν, μέσα σε λιγότερες από τρεις σελίδες), το βιβλίο «Αγία παπαλίνα η καλλονή» αξίζει να διαβαστεί γιατί εισάγει κάτι πραγματικά καινούργιο, αν και δύσκολα αποκρυπτογραφήσιμο.
Εξαιτίας κυρίως μιας έμπνευσης που παραμένει αχειραγώγητη ενώ μετακινείται διαρκώς το κέντρο βάρους ώστε τα φαινομενικώς επουσιώδη –που είναι τα σημαντικότερα –όπως η γάτα με το όνομα Πατρίτσια (στο διήγημα «Λαϊκή Δημοκρατία Πρεβέζης»), που της το είχανε δώσει τιμητικά αμέσως μετά τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα στο Κονγκό, να εξισώνονται με τα θεωρούμενα ως μεγάλα στο ίδιο ακριβώς διήγημα, ότι δηλαδή «στο σπίτι της κυρίας Θαλασσινού ανέπνεε η άλλη Πρέβεζα, η οποία μεγάλωνε παράλληλα με τον βυθό της θάλασσας». Χωρίς να μπορεί να μιλήσει κανείς για ατημέλητη έκφραση του βιβλίου, συχνά μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί το ακριβώς αντίθετο, καλό θα ήταν να είχε υπάρξει μεγαλύτερη προσοχή ώστε να μη διαβάζουμε τη λαθεμένη ή αδόκιμη έκφραση «νόθος πατέρας», ενώ είναι σίγουρο ότι στις μπουάτ της Πλάκας τη δεκαετία του ’60 δεν έπεφτε ποτέ αυλαία γιατί απλούστατα δεν υπήρχε.
Σπύρος Μπρίκος
Αγία Παπαλίνα η καλλονή
Εκδ. Μανδραγόρας 2017, σελ. 120,
Τιμή: 10,60 ευρώ