Από το 2007 μέχρι το 2014 ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς, διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή», συναντούσε τακτικά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και έκανε μαζί του συζητήσεις περίπου της μιας ώρας, οι οποίες καταγράφονταν. Σκοπός να συγκεντρωθεί ένα μεγάλο υλικό συνεντεύξεων που θα δημοσιευόταν μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ο πρώτος τόμος του βιβλίου «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια» (εκδ. Παπαδόπουλος) κυκλοφόρησε λοιπόν ήδη και περιλαμβάνει την περίοδο από τη γερμανική κατοχή μέχρι το 1974. Θα ακολουθήσει δεύτερος την επόμενη χρονιά. Το «Βιβλιοδρόμιο» δημοσιεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα των λόγων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που δεν διστάζει να αναφερθεί με αιχμηρό τρόπο σε πρωταγωνιστικά πρόσωπα και κρίσιμα γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Προφανώς δεν πρόκειται για αντικειμενική εξιστόρηση, πρόκειται όμως για πολύτιμη ιστορική μαρτυρία από έναν άνθρωπο που, πέρα από πρωθυπουργός (1990-1993) και πολλές φορές υπουργός, υπήρξε από τους μακροβιότερους κοινοβουλευτικούς του 20ού αιώνα και ήταν παρών σε πολλές σημαντικές στιγμές του σύγχρονου πολιτικού μας βίου, γνωρίζοντας τα συμβαίνοντα από πρώτο χέρι.
Δικτατορία
Στο κορυφαίας λ.χ. σημασίας ζήτημα του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού βίου, τις ευθύνες για την έλευση της δικτατορίας και τον επιμερισμό τους, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ασκεί σκληρή κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου, επίσης όμως στον βασιλιά όπως και, ιδιαίτερα μάλιστα, στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Για τον Ανδρέα, ειδικότερα, λέει: «Πάντως η κρίση δεν θα είχε πάρει αυτή τη μορφή χωρίς τον Ανδρέα. Θα βρίσκαμε πολύ ευκολότερα τη συνεννόηση με το Γέρο. Δεν θα ήταν τόσο θανάσιμο το λάθος της ορκωμοσίας του Νόβα αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας. (…) Του ‘ρθε η μεγάλη ευκαιρία. Την κατάλαβε ο Ανδρέας την ευκαιρία, την άρπαξε και από κει και πέρα έπαιξε το παιχνίδι. Και το γεγονός είναι ότι υπήρχε ένας άνθρωπος ο οποίος το έπαιζε συνειδητά το παιχνίδι της αντιπαράθεσης με το Παλάτι, ενώ ο Γέρος δεν το ‘παιζε το παιχνίδι αυτό. Ο Γέρος αναγκάστηκε ψυχολογικά, βρέθηκε μπερδεμένος την τελευταία ώρα, έκανε αυτή την κίνηση. Ο Γέρος εγύρευε την ευκαιρία να αποκαταστήσει το λάθος του. Ο Ανδρέας, αντίθετα, έριχνε λάδι στη φωτιά γιατί ήξερε ότι αυτό μπορούσε να τον κάνει αρχηγό, όπως και τον έκανε…».
Ιδιαίτερη όμως σημασία δίνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στον τρόπο που ορκίστηκε η κυβέρνηση Νόβα. Στις 15 Ιουλίου 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου επισκέπτεται τα ανάκτορα και δηλώνει προφορικά ότι την επομένη θα υποβάλει γραπτή παραίτηση. Ο βασιλιάς απαντά ότι τη θεωρεί ήδη δεδομένη και μία ώρα μετά ορκίζει πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής Νόβα, υπουργό Δημοσίας Τάξεως τον Τούμπα και Εξωτερικών τον Κωστόπουλο.
«Αυτό που εμένα με βασανίζει είναι ότι, ωραία, αποφασίζει τη ρήξη ο βασιλεύς, μπορούσε να πει ότι υπέβαλε την παραίτησή του ο Παπανδρέου και έφυγε. Την άλλη μέρα το πρωί θα μπαίναμε στη μέση όλοι και θα βρίσκαμε έναν τρόπο συμβιβασμού που θα έσωζε το γόητρο του Γεωργίου Παπανδρέου αλλά προπαντός θα κρατούσε την Ενωση Κέντρου στην εξουσία. Αυτό που ήταν το καταστροφικό και το τελείως παράλογο ήταν η ορκωμοσία από πλευράς του βασιλέως. Πολύ περισσότερο, εφόσον ο Παπανδρέου δεν είχε υποβάλει την παραίτησή του».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μιλάει όμως και για βαριές ευθύνες του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Που σε ομιλία του στην Πλατεία Κλαυθμώνος, τον Φεβρουάριο του 1965, κάλεσε ανοιχτά τον βασιλιά να ανατρέψει την κυβέρνηση Παπανδρέου με τη βοήθεια βουλευτών της Ενωσης Κέντρου και να σχηματίσει νέα. Και αυτό από αντικομμουνιστική υστερία, καθώς η ΕΡΕ μιλούσε για επικείμενο κομμουνιστικό πραξικόπημα της ΕΔΑ και των «συνοδοιπόρων» της, με την ανοχή της Ενωσης Κέντρου.
«Εγώ πιστεύω ότι ο Κανελλόπουλος, σε όλη αυτή τη φάση, έδειξε τις αδυναμίες του ως πολιτικός. Για μένα ο Κανελλόπουλος είναι ο μεγάλος υπεύθυνος της δικτατορίας. Αυτός έχει την πρώτη ευθύνη, τη μεγάλη ευθύνη, ακριβώς επειδή μέσα του ήταν πολύ μπερδεμένος. Η σκέψη ότι ο Καραμανλής πήρε από αυτόν –τον ανιψιό του Γούναρη, τον καθηγητή, τον φιλόσοφο, τον διανοούμενο ο οποίος ήταν έτοιμος να γίνει πρωθυπουργός -, του πήρε την πρωθυπουργία μέσα από τα χέρια, δεν το κατάπιε ποτέ. Αυτό τον βασάνιζε και, δυστυχώς, το πλήρωσε η Ελλάς μαζί του. Ηταν αυτός που βγήκε, κακώς, κάκιστα και αντιδημοκρατικά και είπε ρίξτε την εκλεγμένη κυβέρνηση, αυτό δεν νομίζω να έχει προηγούμενο στην πολιτική Ιστορία».
Για τον εαυτό του, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης λέει πως ό,τι έκανε (ιδίως τη βοήθεια που έδωσε στον Νόβα) το έκανε επειδή διαφώνησε με την πολιτική της ρήξης με τον βασιλιά. «Οταν άρχιζα έναν δρόμο δεν εγύριζα ποτέ πίσω. Ανοήτως ενδεχομένως, αλλά πήγαινα μέχρι τέρμα. Και γι’ αυτό, σου λέω, δεν είχα προβλήματα με το τι θα γίνει. Ουσιαστικά έπαιξα την πρωθυπουργία τότε κορόνα-γράμματα. Εντάξει, την έχασα. Δεν χάλασε ο κόσμος. Δεν ήμουν γαντζωμένος στην εξουσία εγώ, ποτέ μου. (…) Ηταν απλώς ο χαρακτήρας μου. Κανείς άνθρωπος ο οποίος στοιχειωδώς υπελόγιζε τα πράγματα δεν θα το έκανε. Και βλαξ δεν ήμουν, ούτε ζούσα εκτός πραγματικότητας. Ημουν εκ των ανθρώπων ο οποίος αν ενόμιζε κάτι σωστό τα ‘παιζε όλα για όλα. Και τα ‘παιξα και έχασα».
Χρηματισμός, αποστασία
Για το θέμα του πιθανού χρηματισμού βουλευτών, ειδικά στην ψηφοφορία για την ψήφο εμπιστοσύνης στην τρίτη κυβέρνηση αποστασίας, του Στέφανου Στεφανόπουλου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης λέει: «Εγώ δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Δεν το ξέρω αλλά δεν μπορώ και να το αποκλείσω. (…) Ομως δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι αυτό το πράγμα έγινε, γιατί υπήρχαν και άπειροι άλλοι τρόποι να προσελκύσεις ανθρώπους. Βασικά η εξουσία. Η εξουσία είναι δέλεαρ. Αν δώσεις σε κάποιον το Υπουργείο Δημοσίων Εργων, λέω παράδειγμα, τον δελεάζεις. Αλλά δεν νομίζω ότι υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι πληρώθησαν κατευθείαν για να ψηφίσουν. Οτι χρησιμοποιήθηκαν όλα τα άλλα μέσα πειθούς είναι βέβαιο… Οτι διετέθησαν χρήματα γι’ αυτή τη δουλειά και ότι τα χρήματα αυτά τα διέθεσε κυρίως ο Νιάρχος είναι βέβαιο. Αλλά τα χρήματα αυτά δεν σημαίνει ότι ήσαν χρήματα με τα οποία εξηγοράσθη ο βουλευτής ο οποίος εψήφισε. Υπήρχε άπειρος άλλος κόσμος, προπαγάνδα, εφημερίδες, δημοσιογράφοι κ.λπ.».
Ο σοσιαλιστής… Καραμανλής
«Γιατί τον επέλεξαν, ιδού το μεγάλο ερώτημα»
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φιλοτεχνεί ένα μάλλον ασυνήθιστο πορτρέτο του Κωνσταντίνου Καραμανλή:
«Το χαρακτηριστικό του Καραμανλή από την αρχή, όταν τον γνώρισα εγώ, από το ’46, ήταν ότι απέφευγε κάθε τι το οποίον ενείχε αντιπαράθεση, ήταν πάντοτε ο διαλλακτικός. (…) Ο Καραμανλής μέσα του είχε και σοσιαλιστικές τάσεις. Είναι σαφές. Το ‘βλεπες όταν ζούσες και δούλευες μαζί του. Ο Καραμανλής μέσα του είχε το κόμπλεξ έναντι των περισσότερο μορφωμένων από τον ίδιο, των καθηγητάδων και των πλουσίων. Ηταν το φτωχό παιδί της επαρχίας που ανέβηκε με την αξία του. Τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του, είχε απωθημένα. (…) Ο Καραμανλής έγινε πρωθυπουργός από τον βασιλιά και φυσικά από τους Αμερικανούς που επηρέαζαν τον βασιλέα και αυτό ήταν το αδύνατό του σημείο από την αρχή, ότι ήταν πρωθυπουργός της εύνοιας. Ο Ανδρέας και εγώ γινήκαμε πρωθυπουργοί μόνοι μας, κανένας δεν μας έκανε πρωθυπουργούς. Τον Καραμανλή τον έκανε το Παλάτι, ο Παύλος. Εγώ πιστεύω ότι από τη μία μεριά το κόμπλεξ του ανθρώπου που αισθανόταν λιγάκι παρακατιανός, οι ημιαριστερές αντιλήψεις του και η αντίθεσή του προς το όποιο κατεστημένο, και από την άλλη το τραύμα που είχε διότι όφειλε στον βασιλέα την πρωθυπουργία του, τον βάρυναν μέχρι τέλους. (…)
Τώρα γιατί επέλεξαν τον Καραμανλή είναι το μεγάλο ερώτημα το οποίο έκτοτε απασχόλησε τους πάντες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ο Καραμανλής ήταν ο καλύτερος της γενιάς του. Η Δεξιά δεν είχε καλύτερο. Αλλά γιατί τον προτίμησε ο βασιλιάς και οι Αμερικανοί, μόνο γιατί ήταν ο καλύτερος; Είχε δώσει τίποτε διαβεβαιώσεις; Επ’ αυτού υπάρχει μεγάλη φιλολογία που άρχισε τότε και συνεχίζεται μεταξύ των ιστορικών πλέον, πολύ ισχυρά υποστηρίχτηκε η άποψη ότι η επιλογή του Καραμανλή συνδέεται με το ζήτημα της Κύπρου. Εγώ δεν έχω δει ποτέ στοιχεία γι’ αυτό και θέλω να το τονίσω απόλυτα, δεν έχω κανένα απολύτως στοιχείο, αυτοί που το υποστηρίζουν ας φέρουν αποδείξεις…».
Ρουσφέτια
«Διόριζα όσους ήθελα»
Αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’50 αλλά όχι μόνο, ήταν οι διορισμοί στο Δημόσιο και τα ρουσφέτια. Η οπτική του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έχει ενδιαφέρον.
«Κάναμε ρουσφέτια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Ολοι έκαναν ρουσφέτια. Ηταν χαρακτηριστικό της εποχής. Εγώ, ας πούμε, το 1951, έκανα τα περισσότερα ρουσφέτια, διότι εκείνη την εποχή εγώ έγραφα τους νόμους, ο ίδιος. (…) Και δουλεύαμε με αναγκαστικούς νόμους. Και φυσικά διόριζα. Διόριζα όσους ήθελα. Είχα άνεση να διορίσω. Ακόμη και επί κυβερνήσεως Ενώσεως Κέντρου κάναμε διορισμούς. Κάναμε, όμως, επιλογές. Εμείς δεν βάλαμε σκάρτους ανθρώπους, ούτε ακολουθήσαμε μία κομματική πολιτική στη δημόσια διοίκηση. Εμένα τουλάχιστον κανείς ποτέ δεν τόλμησε να μου πει ότι ευνόησα ανίκανους. Εγώ έψαχνα τον καλό υπάλληλο και δεν με ενδιέφερε το φρόνημά του».
Ομως για τους χιλιάδες προσωπικούς του υποστηρικτές λέει: «Αυτό είναι άλλο. Ο πολιτικός που έχει φίλους δεν χρειάζεται να κάνει παρανομία για να κρατήσει τους φίλους του. Πολύ εσφαλμένη αντίληψη. Οπως είναι παρεξηγημένη έννοια και το ρουσφέτι. Γιατί δηλαδή, όταν προστατεύεις κάποιον φτωχό, άνθρωπο που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, όταν βοηθάς έναν ταλαίπωρο να βρει το δίκιο του, γιατί κάνεις κακό; Δεν το καταλαβαίνω. (…) Ο βουλευτής, μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του το χρησιμοποιεί για να προστατεύσει τον πολίτη εναντίον της αυθαιρεσίας και της αδικίας του κράτους. Μπορεί το ρουσφέτι να είναι και άδικη πράξη. Αλλά στο 90% των περιπτώσεων δεν είναι. (…) Με την έννοια της ισότητας είναι απαράδεκτο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά από κοινωνικής πλευράς, ε, δεν κάνεις και τόσο φοβερό κακό επειδή βοηθάς μια οικογένεια που έχει πολύ μεγάλη ανάγκη να βρει κάποιος άνθρωπος δουλειά».
Είπε επίσης
– Για τον εαυτό του στα Ιουλιανά: «Εγώ από τη μία στιγμή στην άλλη, από κει που ήμουν το ίνδαλμα της παρατάξεως, με θαύμαζαν όλοι και με έβλεπαν ως τον ερχόμενο αρχηγό, μετεβλήθην σε κάθαρμα και σε προδότη και σε αποστάτη».
– Για τα προβλήματα ενότητας του Κέντρου: «Το Κέντρο δεν το πολέμησε κανείς. Το Κέντρο είχε τα δικά του αμαρτήματα. Εκεί που φτάσαμε στο τέλος, βουλιάξαμε στο λιμάνι. Βουλιάξαμε νικητές. Αυτό είναι το τραγικό. Που όταν πια είχαμε νικήσει, ήρθε ο αερόλιθος (σ.σ.: εννοεί τον Ανδρέα) και τα έκανε μούσκεμα. (…) Το Κέντρο δεν είχε γίνει ποτέ του στην πραγματικότητα ενιαίο κόμμα. Η Δεξιά είναι πιο πειθαρχημένη, είναι λιγότερο απαιτητική, είχε αρχηγό τον βασιλέα, μην το ξεχνάς ποτέ».
–Για την αποχώρηση από την ΕΡΕ 15 βουλευτών (μεταξύ των οποίων, Γεώργιος Ράλλης και Παναγής Παπαληγούρας) το 1958 με αφορμή τον νέο εκλογικό νόμο και την πιθανότητα –πράγμα που συνέβη –να βγει η ΕΔΑ δεύτερο κόμμα: «Ο Παπαληγούρας ήταν πάντα το κύριο πρόσωπο της ανατροπής του Καραμανλή. (…) Εγώ γνωρίζω ότι η Αμερικανική Πρεσβεία ήταν 100% πίσω από την ανατροπή του Καραμανλή. Το ζούσα εκείνη την εποχή, υπήρχαν επαφές του Παπαληγούρα με την Αμερικανική Πρεσβεία, καθαρές, ξεκάθαρες, δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί, το ότι οι Αμερικανοί ανέτρεψαν τον Καραμανλή. Η δικαιολογία ήταν ο εκλογικός νόμος. Εγώ υποθέτω ότι τότε κατά κάποιο τρόπο ο Καραμανλής απογοήτευσε –δεν θέλω να πω εξαπάτησε –τους Αμερικανούς στο θέμα του χειρισμού του Κυπριακού. Ομως λίγο ενδιαφέρει αν ο χειρισμός του απογοήτευσε τους Αμερικανούς. Το κακό είναι ότι κατέστρεψε το Κυπριακό με τον χειρισμό του, με την ατολμία του εκείνη την εποχή».
– Με αφορμή τον ίδιο αυτό εκλογικό νόμο του 1958, για τον οποίο συμφώνησε και ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Ο νόμος αυτός ήταν η τραγωδία του Κέντρου, τον διαπραγματεύτηκε ο Καραμανλής προσωπικά με συμβούλους δικούς του, που ήξεραν από εκλογικό νόμο, όπως ο Τάκος Μακρής, και με τον Παπανδρέου, προσωπικά. Ο οποίος Παπανδρέου δεν καταλάβαινε τίποτε από εκλογικό νόμο, όπως γενικά από μαθηματικά».
– Για τις «εκλογές βίας και νοθείας» του 1961: «Εγώ πιστεύω ότι η υπόθεση αυτή ξεκίνησε από το Παλάτι και όταν λέω Παλάτι δεν εννοώ τον ίδιο τον Παύλο τον καημένο, ο οποίος ήταν αγαθός άνθρωπος, αλλά τους γύρω του που τότε ήσαν ισχυροί. Αυτοί τα ξεκίνησαν –και βεβαίως είναι αστείο να λέμε ότι ο Καραμανλής δεν το γνώριζε. Είναι αστείο, το αστείο της ιστορίας, ότι το εγνώριζαν και οι αρχηγοί του Κέντρου, δηλαδή ο Παπανδρέου και ο Σοφοκλής. Είναι βέβαιο πως γνώριζαν ότι κάτι ετοιμάζεται, και ζούσαν με την ψευδαίσθηση ότι η βία και η νοθεία που θα ασκείτο θα λειτουργούσε υπέρ αυτών. (…) Εγώ δεν είμαι πεπεισμένος ότι η βία και η νοθεία έγινε σε αυτή την έκταση που την παρουσιάσαμε. Δηλαδή φουσκώσαμε πάρα πολύ αυτά που έγιναν, πάρα πολύ. (…) Κατ’ εμέ το λάθος το μεγάλο του Καραμανλή –τώρα το βλέπω πιο καθαρά –είναι ότι δεν το εμπόδισε να γίνει. (…) Βέβαιον είναι πάντως ότι την επομένη των εκλογών ο Παπανδρέου και η Ενωση Κέντρου, όλοι μας δηλαδή, αρχίσαμε τον λεγόμενο Ανένδοτο Αγώνα εναντίον της βίας και της νοθείας».
Αλέξης Παπαχελάς
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια
Τόμος Α: 1942-1974
Εκδ. Παπαδόπουλος, 2017, σελ. 392
Τιμή: 18 ευρώ