Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αναλάβει τη λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος θεωρείται από πολλούς, και όχι εντελώς άδικα, ένας από τους λόγους για τους οποίους η κρίση παρατάθηκε στην Ελλάδα, αντίθετα με άλλες χώρες οι οποίες επίσης είχαν υπογράψει μνημονιακές συμφωνίες. Με άλλα λόγια, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν τόλμησαν να κάνουν αυτό που τόλμησαν όχι μόνο οι κυβερνήσεις της Ιρλανδίας και της Κύπρου, αλλά η και κυβέρνηση Σοσιαλιστών – Αριστεράς στην Πορτογαλία.
Ενας λόγος ασφαλώς είναι η σφοδρή, στα όρια του διχασμού, αντιπολίτευση που ασκήθηκε στη χώρα μας. Ιδιοκτησία του προγράμματος δεν μπορούσε να υπάρξει όταν, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες, οι αντιπολιτευτικές κραυγές για Κουίσλινγκ και γερμανοτσολιάδες δηλητηρίαζαν το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία.
Ευτυχώς οι κραυγές εκείνες έπαψαν να ακούγονται πια. Αλλά αντί η σημερινή κυβέρνηση να αναλάβει την ιδιοκτησία μιας γενναίας μεταρρυθμιστικής ατζέντας, καταφεύγει σε μια γκροτέσκα άρνηση ακόμη και της πολιτικής που η ίδια έχει επιλέξει. Κάπως έτσι ο υπουργός Οικονομικών, εκ των αρχιτεκτόνων της υπερφορολόγησης, θεωρεί λογικό να δηλώνει στη Βουλή ότι ο προϋπολογισμός που ο ίδιος κατέθεσε δεν είναι δίκαιος και ότι κανονικά δεν θα έπρεπε τον ψηφίσει.
Ο υπουργός Οικονομικών δεν πρωτοτυπεί. Ο υπουργός Αμυνας είχε ψηφίσει την αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά για να πετάξει στη συνέχεια διάφορες κορόνες περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου. Οπως φαίνεται όμως από τους δύο εταίρους, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, αυτό που λείπει είναι το μέτρο της σοβαρότητας.