Η φυματική σαρανταποδαρούσα του Ευκλείδη Τσακαλώτου μοιάζει (επικίνδυνα) με την ελληνική οικονομία. Με μηνίσκο στα 25 πόδια, από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα των φόρων και των περικοπών σε συντάξεις και εισοδήματα, και κρατώντας τις σακούλες του Lidl, με το μέρισμα «προσφορά» από το υπέρογκο υπερπλεόνασμα που κουβαλάει στους ώμους της, η ελληνική οικονομία καταφέρνει να σέρνεται.
Γονατισμένη από την υπερβολική λιτότητα, εμφάνισε και το 2017 υπερπλεόνασμα 4,360 δισ. πάνω από το μπόι της, αλλά έμεινε μετεξεταστέα στην ανάπτυξη. Προσφέρει μέρισμα μιας χρήσης στους οικονομικά αδυνάτους για να εξιλεωθεί η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ από τη μνημονιακή πολιτική της. Στερεί, όμως, νέες θέσεις εργασίας από τους πολίτες της.
Την εικόνα αυτή αποτυπώνει με αριθμούς ο νέος προϋπολογισμός του 2018:
– Αντί για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% φέτος, η πρόβλεψη περιορίστηκε στο 1,6%, με πιθανότερο ενδεχόμενο, να κατρακυλήσει ακόμη χαμηλότερα στα οριστικά στοιχεία για το έτος. Για το 2018 η προβλεπόμενη ανάπτυξη 2,5% και ανεπαρκής είναι και τραγικά επισφαλής με τη συνέχιση της ίδιας οικονομικής πολιτικής.
– Αντί για έσοδα από τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, έχει νέους φόρους, αυξήσεις εισφορών, περικοπές σε επιδόματα και συντάξεις. Και δεν αποκλείεται να κρύβει νέες δυσάρεστες εκπλήξεις λήψης έκτακτων μέτρων στη συνέχεια.
– Αντί για επενδύσεις, παρουσιάζει μαγική εικόνα για τις ιδιωτικοποιήσεις με εκτιμήσεις για έσοδα ύψους 2,7 δισ. ευρώ, όταν τα περισσότερα σχέδια είναι ακόμη στα χαρτιά.
Εγκυροι διεθνείς και εγχώριοι οικονομικοί αναλυτές θεωρούν παράδοξο ότι μια οικονομία, όπως η ελληνική, ταλαιπωρημένη από οκτώ χρόνια σκληρής λιτότητας και έχοντας απολέσει το 25% του εισοδήματός της, αντί να αναζητά πλεονάσματα ανάπτυξης, σφίγγει και άλλο τη θηλιά των δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Και με πολιτικές που, αν μη τι άλλο, έχουν περιορισμένη ημερομηνία λήξης.
Βεβαίως, ο χρόνος στην οικονομία δεν μετράει όπως στην πολιτική. Και ό,τι είναι ολοφάνερα παράδοξο στην πρώτη, μπορεί να μοιάζει πρόσκαιρα θολό στη δεύτερη. Το 2008 η κυβέρνηση Καραμανλή πανηγύριζε για την έξοδο της χώρας από την ευρωπαϊκή επιτήρηση και έναν χρόνο μετά αναγκάστηκε να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές για να γλιτώσει από τη φουρτούνα που ερχόταν. Και ο Γιώργος Παπανδρέου μοίραζε μέρισμα 1 δισ. ευρώ το 2009, λίγο πριν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου των Μνημονίων. Τηρουμένων των αναλογιών, βρισκόμαστε σε άλλη μία φάση χρονοκαθυστέρησης. Μεταξύ μιας εικονικής πολιτικής πραγματικότητας, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να εμφανίσει επιτυχίες, και προδιαγεγραμμένων εξελίξεων στην οικονομία, η οποία αρχίζει να ρετάρει από τους φόρους λίγο πριν μπει στη νέα αυστηρή εποπτεία με δεσμεύσεις διαρκείας. Για μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει ότι μπορεί με ευκολία να υποτάσσει την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα στις ανάγκες πολιτικής και επικοινωνιακής διαχείρισης είναι σαφές ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και δεν θα πρέπει να εκπλήσσει όταν ο υπουργός Οικονομικών της, επικαλούμενος τις δεσμεύσεις της χώρας, παραδέχεται ότι ο προϋπολογισμός που φέρνει στη Βουλή είναι άδικος, την ώρα που εμφανίζει σ’ αυτόν πλεόνασμα υψηλότερο από αυτό που ζητούν οι δανειστές. Και μάλιστα ενώ λίγες μέρες νωρίτερα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών έχει ομολογήσει ότι ήταν συνειδητή επιλογή η υπερφορολόγηση.
Ομως στο τέλος η οικονομία εκδικείται!