Μπορεί η δεσποινίς Ελενα Πετρέσκου να παράτησε το σχολείο στα δεκατέσσερά της, αλλά αυτή η ασήμαντη βιογραφική λεπτομέρεια δεν την εμπόδιζε κατόπιν να μαζεύει τα πτυχία σαν μαρουλόφυλλα. Μήπως ήταν κάποια sui generis ιδιοφυΐα, ένα χαρισματικό άτομο, όπως οι αναλφάβητοι αριθμομνήμονες; Απεναντίας. Ηταν σχεδόν ηλίθια –με επιφύλαξη για το σχεδόν. Ηταν όμως και μια προνοητική μεγαλοκοπέλα. Το 1947, σε ηλικία τριάντα ενός ετών, φρόντισε να παντρευτεί τον Νικολάε Τσαουσέσκου, δύο μόλις χρόνια μεγαλύτερό της, γραμματέα της κομμουνιστικής νεολαίας και μελλοντικό (από το 1965 έως το 1989) δικτάτορα της Ρουμανίας. Εκτοτε, για την κυρία Τσαουσέσκου πλέον, κάθε ακαδημαϊκή θύρα ήταν ξεκλείδωτη.
Θα ισχυριζόταν κανείς ότι επρόκειτο για μια αυστηρά ρουμανική υπόθεση κρατικής διαφθοράς, εάν η Ελενα δεν είχε την αδυναμία να μαζεύει τιμές και από ακαδημίες άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ακαδημίας Αθηνών. Τον καιρό της ελληνικής χούντας, ως αβροφροσύνη της μιας δικτατορίας προς την άλλη; Οχι, καλέ. Τον καιρό της ελληνικής δημοκρατίας. Τον Μάρτιο του 1976. Οι κυνικοί θα σας έλεγαν ότι δεν ήταν παρά τυπικό δείγμα realpolitik –και η realpolitik, ως γνωστόν, είναι συνομήλικη του Θουκυδίδη. Ούτε τα ωμά διεθνή συμφέροντα, ωστόσο, ούτε τα μαϊμού πτυχία της έσπευσαν να τη βοηθήσουν, τα Χριστούγεννα του 1989, όταν στήθηκε μαζί με τον αντρούλη της απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα –αλλά αυτή είναι μια άλλη πικρή ιστορία, realpolitik επίσης.
Εμφιλοχωρεί βεβαίως κάποια μοχθηρία όταν συγκρίνεις την ημιαναλφάβητη γυναίκα ενός δικτάτορα με έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό, πτυχιούχο πολιτικό μηχανικό –μολονότι η εμμονή του δεύτερου να συγχέει τις 180 μοίρες με τις 360 τον κατατάσσει σ’ εκείνους που δεν θα τους εμπιστευόσουν ούτε για αυθαίρετο στην Ανάβυσσο. Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία. Οταν άκουσα ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα πεταχτεί έως τη Γαλλία για να παραλάβει από την επιθεώρηση διεθνών θεμάτων «Politique Internationale» το Βραβείο Πολιτικού Θάρρους και από τον Δικηγορικό Σύλλογο Παρισιού το Βραβείο Δέσμευσης στο Ευρωπαϊκό Ιδεώδες, δύο ενδεχόμενα πέρασαν αυτομάτως από το μυαλό μου. Είτε εκείνοι οι ηλεκτρονικοί καλικάντζαροι, οι Anonymous, είχαν χακάρει την ιστοσελίδα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων είτε οι Μόντι Πάιθον, ο Μίστερ Μπιν και ο Μπόρατ είχαν καταλάβει τα Ηλύσια Πεδία και σκορπούσαν ήδη παντού τον ιλαρό πανικό.
Υστερα ο νους μου έτρεξε πάλι στη realpolitik. Προσπάθησα να λάβω υπόψη μου και τα δύο σκέλη της εξίσωσης. Από τη μια έχεις έναν πρωθυπουργό διψασμένο για διεθνή αναγνώριση, όχι τόσο επειδή χολοσκάει για την πολιτική του υστεροφημία (που καθόλου δεν αποκλείεται), όσο για να την πάρει και να την τρίψει στη μούρη της αντιπολίτευσης. Υπάρχει πιο αποστομωτικό επιχείρημα από την έξωθεν καλή μαρτυρία, από ένα βραβείο που έχει ήδη απονεμηθεί στην Ανγκελα Μέρκελ, στην Κριστίν Λαγκάρντ, στον Νικολά Σαρκοζί και ούτω καθεξής;
Από την άλλη, εάν εσύ, ο ξένος, απονέμεις ενίοτε τα βραβεία σου με το χουβαρνταλίκι κονκισταδόρου που μοιράζει χάντρες και καθρεφτάκια στους ιθαγενείς, εάν αναβαπτίζεις την μπαγαποντιά σε θάρρος και τον καιροσκοπισμό σε δέσμευση, εάν απαξιώνεις την εγκυρότητα του βραβείου σου, το ειδικό του βάρος, με μοναδικό σου κριτήριο, στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία, ποιος πολιτικός σε βολεύει καλύτερα ώστε να κάνεις τη δουλίτσα σου, ποιος περνάει νομοθετικούς ελέφαντες στο δωμάτιο χωρίς ν’ ανοίξει μύτη, γιατί θα πρέπει να σε απασχολεί και τι ολέθριο μάθημα αμοραλισμού παραδίδεις ή πόσο λάθος μήνυμα στέλνεις σ’ έναν πελαγωμένο λαό που κάνει ακόμη βρεφικά βήματα προς την αυτογνωσία;
Πριν από λίγες μόλις δεκαετίες παρασημοφορούσες τον Ιντί Αμίν Νταντά και τον Ζαν Μπεντέλ Μποκάσα. Τώρα τουλάχιστον άλλαξες πίστα.
Θα καταφέρουμε άραγε κάποτε να ξεφύγουμε από τις δαγκάνες της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, να μη μας λένε πια τα ψέματα που γνωρίζουν ότι θέλουμε να ακούσουμε; Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά –υπάρχουν πάντως κάποια ενθαρρυντικά σημάδια. Ενα από δαύτα μπορείτε να το παρακολουθήσετε στο YouTube, όποτε βρείτε χρόνο και διάθεση. Είναι μια συζήτηση ανάμεσα στον συγγραφέα Απόστολο Δοξιάδη ως οικοδεσπότη και τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη ως προσκεκλημένο. Ελαβε χώρα την Παρασκευή 17 Νοεμβρίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και «ίσως να μην μπορούσε να διεξαχθεί απρόσκοπτα σε ελληνικό πανεπιστήμιο», παρατήρησε ένας από το κοινό προς το τέλος –όχι μονάχα επειδή θα την παρεμπόδιζαν οι διάφοροι αυτόκλητοι Ρουβίκωνες, αλλά κι επειδή η προβληματική της θα ξένιζε μάλλον ένα ακροατήριο εθισμένο να καταναλώνει πολιτικές κονσέρβες. Είναι και αυτή μία από τις μεταπολιτευτικές πατέντες. Τα πάντα πρέπει να είναι εισαγωγής. Ακόμη και όσα παράγονται εδώ πρέπει πρώτα να εξαχθούν, ώστε να επανεισαχθούν υπερτιμημένα. Οπως θα το έθετε και η λαίδη Αντζελα: «Προτιμώ τα ελληνικά προϊόντα, όχι τα εγχώρια».
«Τι έφταιξε και στην πιο μακρά περίοδο ομαλότητας και δημοκρατίας στη χώρα μας οδηγηθήκαμε σε μια τόσο βαθιά υπαρξιακή κρίση;». Αυτό ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα του Τσακυράκη και, προκειμένου να απαντηθεί, τόσο ο ίδιος όσο και ο Δοξιάδης έπρεπε να ανατρέξουν στην προδικτατορική περίοδο. «Η μεγάλη αποτυχία των νικητών του Εμφυλίου», είπε ο Τσακυράκης, «ήταν ότι δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν τη νίκη τους. Δεν κατάφεραν να φτιάξουν θεσμούς. Κινήθηκαν στη λογική: Κερδίσαμε; Θα σας πηδήξουμε». Η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να επιτύχει έναν αποδεκτό συμβιβασμό –ενδεικτικό το παράδειγμα του Ηλία Τσιριμώκου –διευκόλυνε την επιβολή της δικτατορίας. «Κατά τους δικούς μου υπολογισμούς», τονίζει ο Τσακυράκης, γνωστός αντιστασιακός και με υψηλό προσωπικό κόστος, «οι αντιστασιακοί στην Ελλάδα πρέπει να ήταν γύρω στους εξακόσιους». «Ισως και χίλιοι», επαυξάνει ο Δοξιάδης, που έδρασε την ίδια περίοδο μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ Εσωτερικού, «μετά τη δικτατορία, πάντως, βρέθηκαν γύρω στα τρία εκατομμύρια».
Βλέπουμε λοιπόν ότι το μεταπολιτευτικό αφήγημα εδραιώθηκε ευθύς εξαρχής σε ένα ψέμα, σε μια εξιδανίκευση που συγκάλυπτε μια ενοχή, την ενοχή για τον αγώνα που δεν δόθηκε. Αυτό το ψέμα εμφυτεύτηκε στις συσσωρευμένες παθογένειες της πολιτικής ζωής (την αξιοκρατία ως αντίπαλο δέος της ισότητας και όχι ως προϋπόθεσή της, τον συντεχνιακό συνδικαλισμό, την αμφίθυμη σχέση με το κράτος, ένα κράμα πηγαίου αντικρατισμού και, την ίδια ώρα, πελατειακής εξάρτησης από το κράτος) και προκάλεσε μια ιδιότυπη μαζική θυματοποίηση –έναν λαό που απεχθανόταν τους ξένους δυνάστες του ενόσω επιζητούσε την εύνοιά τους, δάγκωνε και χάιδευε ταυτόχρονα το χέρι που τον τάιζε, ζούσε με δανεικά και αγύριστα, έναν λαό-πρεζόνι. Θα απεξαρτηθεί ποτέ το πρεζόνι; Αποθέματα σε ιδέες υπάρχουν ανεξάντλητα –μας ειδοποιούν από την Οξφόρδη. Ζητούνται ευήκοα ώτα.