Σκαλίζοντας παλιά αρχεία, ξέθαψα ένα πολιτικό κείμενο που είχα φυλαγμένο σ’ έναν κιτρινισμένο φάκελο. Δεν θυμάμαι τι εντύπωση μου είχε κάνει τότε, στην πρώτη ανάγνωση. Αλλά τώρα, στη δεύτερη ανάγνωση, μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον. Προφητικό σχεδόν. Παραθέτω ένα απόσπασμα.
«Η Ελλάδα έχει έναν υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα. Οι απασχολούμενοι στο Δημόσιο είναι οι προνομιούχοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα. Εχουν τους υψηλότερους μισθούς, τις καλύτερες συντάξεις, ιατρική περίθαλψη και καλές διακοπές. Αυτό δεν είναι έργο των σοσιαλιστών, είναι έργο της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Οταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία (το 1981) το 90% των υπηρεσιών –από αεροπορικές εταιρείες έως τις τράπεζες και την ηλεκτρική ενέργεια –ανήκαν ήδη στο κράτος. Εχουμε τώρα διπλάσιο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων από όσους θα χρειάζονταν για τις αναγκαίες δημόσιες υπηρεσίες… Οι επενδύσεις πνίγονται από τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα. Μπορεί να χρειαστούν 10-15 χρόνια, αλλά το δύσκολο καθήκον των σοσιαλιστών είναι να θέσουν υπό έλεγχο αυτόν τον τομέα και να αυξήσουν την παραγωγικότητά του».
Δεν είναι οι επισημάνσεις οι ίδιες που κάνουν εντύπωση. Είναι ο χρόνος που αυτές διατυπώθηκαν. Κι είναι προπάντων το όνομα του συγγραφέα. Το κείμενο είναι του Ανδρέα Παπανδρέου. Κι είναι δημοσιευμένο στο πολύ γνωστό διεθνές περιοδικό «New Perspectives Quarterly», στο τεύχος του φθινοπώρου του 1987. Ο Ανδρέας έκλεινε έξι χρόνια πρωθυπουργός. Εφάρμοζε ακόμη το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985. Εγραφε για τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, για τις διαψεύσεις του Μαρξ και τις νέες αντιφάσεις του καπιταλισμού, για τα αδιέξοδα του σοβιετικού σοσιαλισμού και τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες Γκορμπατσόφ που ήταν τότε στην ακμή του. Η ανάλυσή του, όμως, κατέληγε με μια αυτοκριτική καταγραφή της κυβερνητικής του εμπειρίας σε αυτήν την πρώτη «σοσιαλιστική εξαετία».
«Εξι μήνες μετά την πρώτη μας εκλογική νίκη», έγραφε, «ένας φίλος από την επιχειρηματική κοινότητα ήρθε και μου είπε: «Εχουμε πρόβλημα. Από τότε που κερδίσατε τις εκλογές, οι εργαζόμενοί μας έπαψαν να ενδιαφέρονται για την διατήρηση της πειθαρχίας στην παραγωγή»». Εκ των υστέρων ο Ανδρέας φαίνεται να του δίνει δίκιο. Και το άρθρο του κλείνει με αυτές τις φράσεις:
«Οι επιχειρηματίες έχουν πολλά παράπονα (σ.σ. για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ). Αλλά δύο αιτιάσεις, βάσει της εμπειρίας μας από το 1981 ως σήμερα, μοιάζουν δικαιολογημένες. Πρώτον, οι επιχειρηματίες θεωρούν σημαντικό να έχουν το δικαίωμα να προσλαμβάνουν και να απολύουν. Λένε ότι χωρίς αυτό το δικαίωμα, οι εργαζόμενοι δεν ενδιαφέρονται για τις επιδόσεις τους και η παραγωγικότητα πέφτει. Αυτή η αιτίαση προφανώς έρχεται σε αντίθεση με την σοσιαλιστική αρχή της ασφαλούς απασχόλησης και θέτει λεπτά θέματα πολιτικής. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι το παράπονο των επιχειρηματιών έχει κάποια βάση.
Οι επιχειρηματίες ζητούν επίσης τα επανεπενδυόμενα κέρδη να είναι αφορολόγητα. Πρέπει να αναγνωρίσω την βασιμότητα του αιτήματος, γιατί όλες οι άλλες πολιτικές που δοκιμάσαμε, κυρίως μέσω επιδοτήσεων, απέτυχαν να φέρουν νέους επενδυτές… Είναι θέμα επιβίωσης για την ελληνική οικονομία. Αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να προσελκύσει ξένες επενδύσεις ώστε να χρηματοδοτήσουν την συμμετοχή της στην τεχνολογική επανάσταση, είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε μια χώρα τουρισμού. Οι νέοι θα μεταναστεύουν και θα μείνουμε εδώ με έναν γερασμένο πληθυσμό που θα φροντίζει ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις».
Τριάντα χρόνια αργότερα η διατύπωση ηχεί ανατριχιαστικά επίκαιρη. Και, ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που δίνει, τα τρία ερωτήματα που θέτει, οι τρεις όψεις του ελληνικού προβλήματος που ξεχωρίζει, παραμένουν στη δημόσια ατζέντα. Κι είναι, τι σύμπτωση, οι πονοκέφαλοι της αξιολόγησης που η κυβέρνηση πρέπει τώρα να διεκπεραιώσει. Και τα μεγάλα αινίγματα της επόμενης μέρας μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου.
Αυτή η αναπάντεχη επικαιρότητα ενός άρθρου γραμμένου πριν από 30 χρόνια είναι ο λόγος που αντιγράφω εδώ ένα μικρό του απόσπασμα. Αλλά όχι ο μόνος λόγος.
Είναι, επίσης, ότι από τη σκοπιά αυτής της αυτοκριτικής σκέψης, υποχρεωνόμαστε να ξανασκεφτούμε τη δεκαετία του ’80 χωρίς τα εύκολα στερεότυπα που εκ των υστέρων επικράτησαν. Κι είναι, προπάντων, γιατί οι προ τριακονταετίας επισημάνσεις του Ανδρέα μπορεί να έχουν και μια τρέχουσα πολιτική χρησιμότητα.
Σ’ εκείνους, πρώτα, που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της επανίδρυσης, της ανασυγκρότησης μιας παράταξης που πρέπει να ξανασκεφτεί αυτοκριτικά το παρελθόν της, να σχεδιάσει το μέλλον της και να βρει το νήμα που την συνδέει με τη μεταρρυθμιστική της παράδοση.
Αλλά θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως υπόδειγμα για ασκήσεις θάρρους των κυβερνητικών που πρέπει να κλείσουν μια αξιολόγηση που θέτει τα ίδια προβλήματα με τα οποία ήταν αντιμέτωπη η χώρα πριν 30 χρόνια. Στο κάτω κάτω, αφού δηλώνουν θαυμαστές του Ανδρέα, ας μπουν στον κόπο να τον διαβάζουν πότε πότε…