Πέραν όμως της διαμαρτυρίας, η συμμετοχή στις εκλογές ήταν επίσης δήλωση ταυτότητας μιας παράταξης που αισθάνεται αυτόνομη και διακριτή από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Το πολιτικό μήνυμα αυτής της διακριτότητας είναι ότι η Κεντροαριστερά δεν έχει αρχηγό τον Τσίπρα όπως σκοπίμως λέγεται· ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να καλύψει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και του μεταρρυθμιστικού Κέντρου. Η διεκδίκηση της παράταξης είναι υπόθεση ανοιχτή και επίμαχη.
Μισογεμάτο ή μισοάδειο;
Μισογεμάτο ή μισοάδειο το ποτήρι; Κάπως έτσι ταξινομούνται τα σχόλια και τα συναισθήματα που εκφράζονται μετά τις εκλογές για την ανάδειξη της ηγεσίας του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς. Η αμφιβολία ήταν αναμενόμενη καθώς επρόκειτο για το πρώτο βήμα σε μια πορεία με πολλούς άγνωστους και απρόβλεπτους παράγοντες. Γι’ αυτό έχει σημασία να συγκρατήσουμε τα βασικά.
Αρχίζοντας από την εκτίμηση ότι η όλη διαδικασία ήταν ταυτόχρονα κάλπη διαμαρτυρίας και κάλπη ταυτότητας. Μπορεί το γεγονός να αφορούσε έναν συγκεκριμένο κομματικό χώρο, αλλά ήταν η πρώτη κάλπη που στήθηκε μετά τον Σεπτέμβριο του 2015. Οι ανάλογες εσωκομματικές διαδικασίες της ΝΔ είχαν γίνει λίγο μετά τις εκλογές και ανήκαν στην προηγούμενη πολιτική φάση. Αντιθέτως ο κόσμος που τώρα κινητοποιήθηκε έχει γνωρίσει επί δύο χρόνια τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η συμμετοχή του ήταν κατ’ αρχάς εκδήλωση διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας της κυβέρνησης και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ. Και έχει σημασία ότι έγινε σε μια περίοδο που η κοινωνία είναι συγκεντρωμένη στον εαυτό της ζώντας δύσκολα την παρατεταμένη κρίση και την επικρεμάμενη παγίωση της συλλογικής μιζέριας. Εγινε σε μια περίοδο που η ήττα των νικητών, η καταρράκωση δηλαδή της αντιμνημονιακής απάτης που έγινε εξουσία (καίριες φράσεις του Φώτη Γεωργελέ) σπέρνει απογοήτευση και ανομία, γιατί δεν έχει αντικατασταθεί από ένα νέο αφήγημα.
Στο εσωτερικό τώρα του χώρου το τοπίο είναι ρευστό και γι’ αυτό τα στερεότυπα και οι ταμπελοποιήσεις συσκοτίζουν μια σύνθετη κατάσταση. Η εκτίμηση ότι από τη μια είναι «το ΠΑΣΟΚ» και από την άλλη μια μειοψηφία «εκσυγχρονιστών» παραποιεί την πραγματικότητα. Το υποστηρίζουν κάποιοι πασοκικοί μηχανισμοί δημιουργώντας κλίμα κατάλληλο για να ελέγξουν τις εξελίξεις. Από την άλλη, το υποστηρίζουν με απογοήτευση άνθρωποι που συντάχθηκαν με τις υποψηφιότητες του Καμίνη και του Θεοδωράκη. Σαν να υποτιμούν οι ίδιοι το γεγονός ότι η συμμετοχή τού μη πασοκικού κόσμου έδωσε και δίνει νόημα στο όλο εγχείρημα. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε τη ρήση «Κεντροαριστερά δεν γίνεται χωρίς το ΠΑΣΟΚ, αλλά ούτε μόνο με το ΠΑΣΟΚ». Αναρωτιέμαι απλώς πόσοι πιστεύουν ή ποντάρουν στα αντίθετα. Είτε δηλαδή στη δυνατότητα επιβίωσης ενός μικρού «καθαρόαιμου» εκσυγχρονιστικού πόλου, είτε στην αναπαλαίωση του ΠΑΣΟΚ με μικρές προσμείξεις.
Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη του εγχειρήματος καθορίζεται από δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι ο χώρος έχει μια εσωτερική πολιτική συνοχή στη βάση του, πολύ πιο σταθερή από όσο οι διχοτομικές ταμπέλες περιγράφουν. Τα βιώματα και οι πολιτικές συγκρούσεις μετά τη χρεοκοπία έχουν αφήσει βαθιά σημάδια σε όλους. Εχουν σχετικοποιήσει τις διαφοροποιήσεις που προέρχονται από την ιδιαίτερη κομματική καταγωγή των οπαδών της παράταξης. Εχουν αλλάξει το νόημα του έρχομαι από το ΠΑΣΟΚ, ή από το Ποτάμι, ή από τη ΔΗΜΑΡ, ή ό,τι άλλο. Το βλέπουμε στις έρευνες για τις πολιτικές αντιλήψεις των ψηφοφόρων της ΔΗΣΥ και του Ποταμιού στις εκλογές του 2015 (ΔιαΝΕΟσις – Δεκέμβριος 2016). Σε αυτές φαίνεται ότι οι δύο σχηματισμοί συνδέονται με έναν συνεκτικό ιστό αντιλήψεων υπέρ της Ευρώπης, του ευρώ και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας. Εκφράζουν επίσης μια λιγότερο φοβική στάση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Απορρίπτουν ριζικά την έξοδο από την ΕΕ και την προνομιακή σύνδεση με άλλες χώρες (λέγε με Ρωσία), σε αντίθεση με τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ενός μικρού έστω μέρους της ΝΔ. Με άλλα λόγια, ο φιλευρωπαϊσμός του χώρου αναδύεται καθαρά «από τα κάτω» ως εμπειρία της μεταπολιτευτικής διαδρομής. Εχουν επίσης μια ρεαλιστική αντίληψη για την κρίση, δίνουν ιδιαίτερο βάρος στις εσωτερικές παθογένειες της χώρας και απορρίπτουν περισσότερο από τους άλλους χώρους τη συνωμοσιολογική σκέψη (όπως και τη θλιβερά δημοφιλή άποψη ότι τα «αεροπλάνα μάς ψεκάζουν»). Με άλλα λόγια, η συνείδηση ότι η κρίση έφερε τα Μνημόνια και όχι το αντίθετο αναδύεται επίσης «από τα κάτω» ως πολιτική εμπειρία του χώρου. Ιδεολογικά, τόσο οι οπαδοί της ΔΗΣΥ όσο και του Ποταμιού αναγνωρίζονται περισσότερο στις έννοιες της σοσιαλδημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με τους πρώτους να κατανέμονται ισόποσα μεταξύ «Κεντροαριστεράς» και «Κέντρου», και τους δεύτερους να προτιμούν περισσότερο το «Κέντρο» έναντι της «Κεντροαριστεράς» ενώ παράλληλα είναι περισσότερο «ανοιχτοί» στα κοινωνικά ζητήματα.
Εδώ ανακύπτει το δεύτερο καθοριστικό για την εξέλιξη του εγχειρήματος στοιχείο. Ακριβώς επειδή προϋπήρχε ένα επαρκές κοινό υπόβαθρο αντιλήψεων παρουσιάστηκαν σημαντικές υποψηφιότητες που ξεπέρασαν την εικόνα μιας μονομαχίας μεταξύ ενός πασοκικού και ενός μη πασοκικού διεκδικητή. Και οι δύο χώροι είχαν περισσότερες της μιας υποψηφιότητες. Το γεγονός από μόνο του σχετικοποιούσε την πόλωση και τροφοδοτούσε μια εσωτερική ποικιλία που μπορεί εν δυνάμει να ενισχύσει μια υγιή πολυσυλλεκτικότητα. Αλλωστε τα προηγούμενα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι η παράταξη πετυχαίνει σε μικρογραφία να συνθέσει σε προοδευτική βάση τις αντιλήψεις των λαϊκών στρωμάτων με εκείνες των μεσαίων. Στο μέτρο που η εσωτερική διαλεκτική του χώρου υπερβαίνει τον διπολισμό ΠΑΣΟΚ – μη ΠΑΣΟΚ δίνει την ελπίδα ότι τα επόμενα βήματα μπορούν να γίνουν με συναίνεση και φιλοδοξία. Ο Σταύρος Θοδωράκης έχει δίκιο όταν λέει ότι αυτό το σχήμα ή θα υπάρξει ως μεγάλη παράταξη ή θα αποτύχει. Η επιβίωσή του εξαρτάται από τη συνεχή κίνησή του. Η στασιμότητα και ο εφησυχασμός στο τωρινό μέγεθος θα το υποσκάψει. Κίνηση για τη μεγέθυνση, κίνηση για την προγραμματική ανανέωσή του.
Το πεδίο όπου θα κριθεί η τύχη του είναι σαφές και προφανές από το ιδεολογικοπολιτικό προφίλ της βάσης του. Διεκδικεί τον κεντροαριστερό χώρο από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις σημερινές συνθήκες ο στόχος αυτός φαντάζει μακρινός, ενώ προσφέρεται ακόμα και για χλευασμό. Δεν τίθεται όμως με όρους ρεαλισμού, αλλά πολιτικής φυσιογνωμίας. Μόνο με αυτή τη στρατηγική επιλογή μπορεί να θεμελιωθεί η αυτονομία του νέου φορέα στην οποία ομνύουν όλα τα ηγετικά του στελέχη αρχίζοντας από τη Φώφη Γεννηματά. Διαφορετικά, ως κόμμα του ενδιάμεσου χώρου, σύντομα θα διχαστεί και θα απορροφηθεί από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το προγραμματικό περιεχόμενο του νέου φορέα είναι η εθνική ανασυγκρότηση και η κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων ώστε να αποφύγει η χώρα τον προφανή κίνδυνο: να βγει από τα Μνημόνια, αλλά να μείνει παγιδευμένη σε μακροχρόνια στασιμότητα.
Η δημοκρατική παράταξη ως κόμμα της εθνικής ανασυγκρότησης που διεκδικεί τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο. Αυτό είναι το διακύβευμα του νέου φορέα. Πόσο θα μπορέσει; Αγνωστο. Σήμερα το ποτήρι είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Η νέα ηγεσία και η διαμορφούμενη νέα ηγετική ομάδα έχουν την ευθύνη ώστε στα αμέσως επόμενα κρίσιμα βήματα να μην αρχίσει να αδειάζει το ποτήρι.
*Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου