Η επικαιρότητα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και στον ζόφο της Ελλάδας του 2017, έχει τα μικρά της ξέφωτα, τις μικρές της περιχαρακωμένες ουτοπίες. Και αυτές οι Neverlands έχουν τις δικές τους βασίλισσες. Που, όσο απομονωμένες και αν είναι από την πραγματικότητα, στην ουσία είναι δημιουργήματά της. Αντικατοπτρισμοί της. Γι’ αυτό ακριβώς ασχολείται κανείς μαζί τους. Κατά κάποιον τρόπο ορίζουν την κάθε εποχή, έστω και ως φόδρα στο «ρούχο» της. Βασίλισσα μιας τέτοιας ουτοπίας των καιρών μας, και η Μαρία Κορινθίου. Μπορεί να μην έχει το ultra της σταρ, αποτελεί όμως την απόλυτη ενσάρκωση ενός διαχρονικού στερεότυπου. Είναι η εντυπωσιακή, σέξι κουκλάρα ξαδέλφη του ελληνικού σογιού, την οποία φαντασιώνονται όλα τα αρσενικά της ευρύτερης οικογένειας.
Τυπικά, είναι ηθοποιός. Ομως και η ίδια έχει πει σε ραδιοφωνική συνέντευξή της ότι η καριέρα της δεν είναι κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό. Παίζει τακτικά στο θέατρο, έχει πρωταγωνιστήσει σε δύο ταινίες (το «Deep end», ερωτικό θρίλερ του Θανάση Αντωνίου, και την κωμωδία «Λούφα και απαλλαγή» του Νίκου Περάκη), έχει υπάρξει και ραδιοφωνική παραγωγός συν κάποια περάσματα από την τηλεόραση. Εχει όμως εγκατασταθεί στην επικαιρότητα. Με κάτι σαν σύμβαση αορίστου χρόνου. Μόλις πάει να καταλαγιάσει ο ντόρος γύρω από το όνομά της, κάτι θα συμβεί και θα αναδυθεί πάλι στον αφρό. Ετσι, εδώ και μία εβδομάδα, το Διαδίκτυο και τα πλάνα των χαλαρών τηλεοπτικών εκπομπών ασχολούνται επισταμένως με τον βαθμό διαφάνειας του κοστουμιού που φοράει στο φινάλε του μιούζικαλ «Γοργόνες και μάγκες» (παρεμπιπτόντως είναι αξιοθαύμαστο το ότι παίζει κατ’ επανάληψη σε μιούζικαλ ενώ ούτε χορεύει ούτε τραγουδάει).
Για την ιστορία, πρόκειται για τη θεατρική μεταφορά της ομότιτλης ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη. Η Μαρία Κορινθίου παίζει τον ρόλο της Μάρθας Καραγιάννη, η οποία, τότε, είχε επίσης εμφανιστεί στο φινάλε με ένα κοστούμι που έμοιαζε διαφανές –ιδιαίτερα τολμηρό για πριν από πενήντα χρόνια. Το πλούσιο στήθος της Κορινθίου όμως ταλαντεύεται χωρίς «αμορτισέρ» και σε συνδυασμό με τον νεοπουριτανισμό της εποχής μας «προκάλεσε σχόλια», όπως λένε στη γλώσσα της σόουμπιζ. Τα πλάνα έπαιζαν και ξανάπαιζαν προς τεκμηρίωση άποψης, εν τω μεταξύ ουδείς πρόσεξε το μάλλον άγαρμπο χορευτικό της. Οταν χορεύει άλλωστε η Κορινθίου, δεν έχει σημασία το πώς χορεύει αλλά το τι αποκαλύπτει. Ανασύρθηκε η λέξη «τόπλες», το επίμαχο αναλύθηκε από όλες τις γωνίες λήψης της κάμερας, τέθηκε επί τηλεοπτικού τάπητος, ζητήθηκε να καταθέσουν τη γνώμη τους πλείστοι όσοι, από τη Μαρία Ιωαννίδου μέχρι τον Γιάννη Στάνκογλου (οφείλω να επισημάνω την ψυχραιμία με την οποία διαχειρίστηκε την έκπληξη και την αμηχανία του όταν, απέναντι σε τηλεοπτικό μικρόφωνο, του έγινε η ερώτηση). Η ίδια είπε ότι αυτό που είδαμε δεν ήταν ακριβώς η σάρκα της αλλά εσωτερική επένδυση, το κοστούμι τελικά συμμαζεύτηκε ως προς το σεμνότερο και το θέμα κατακυρώθηκε ως ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ «τα γυμνά της Κορινθίου».
Μόλις πριν από δύο μήνες άλλωστε κάτι ανάλογο είχε συμβεί με μια γυμνή, από τη μέση και κάτω, φωτογράφισή της για το περιοδικό «Down Town». Γέμισε και τότε ο τηλεοπτικός χρόνος και οι ηλεκτρονικές σελίδες με σχόλια περί ρετούς, για το αν είναι ευτραφή τα πόδια και τα οπίσθιά της, και με τη δημοσίευση, από την ίδια, της φωτογραφίας χωρίς ρετούς. Αλλά και λίγο καιρό πιο πριν, το ίδιο είχε γίνει με αφορμή γυμνή φωτογράφιση με τον σύζυγό της Γιάννη Αϊβάζη. Στα δέκα χρόνια που την ξέρουμε, η Κορινθίου έχει φωτογραφιστεί λίγο, πολύ ή υπαινικτικά γυμνή, μόνη της ή με τον σύζυγό της, σε βράχια, ξέρες, άμμους, σε τοίχους και πατώματα. Εγκυος και λεχώνα. Και πάντα αντιμετωπίζεται με μια έκπληξη κοινού, λες και είναι η πρώτη φορά. Ισως αυτό να οφείλεται στο κερδισμένο στοίχημα της σιλουέτας της, πιο βαριάς από τα πρότυπα των εξωφύλλων. Κάτι που ανατροφοδοτεί εξάλλου και το «κουβέντα να γίνεται». Αλλοτε όταν μετριοπαθές σχόλιο από fashion blogger για τον σωματότυπό της ανάγεται σε σεξιστικό bullying και άλλοτε όταν φημολογείται ότι ο Πέτρος Κωστόπουλος απέρριψε φωτογράφισή της, για εξώφυλλο σε κάποιο από τα τότε περιοδικά του, λόγω των περιττών κιλών της. Η ίδια, πριν από λίγο καιρό, έδωσε την απάντησή της: «Η Κορινθίου, όσα χρόνια τη γνωρίζετε, πάντα είχε κ…ο».
Ο κορίτσαρος (σωστός γενίτσαρος) της διπλανής πόρτας γεννήθηκε πριν από 38 χρόνια στο Ψυχικό, όπου και μεγάλωσε, έχει καταγωγή από την Τήνο και τη Μικρά Ασία, σπούδασε υποκριτική στις ΗΠΑ όπου έπαιξε και σε κάποια διαφημιστικά και επέστρεψε στην Αθήνα το 2005. Με τον Γιάννη Αϊβάζη γνωρίστηκαν πριν από δέκα χρόνια και έμεινε έγκυος έξι μήνες μετά τη γνωριμία τους. Η κόρη τους Ισμήνη είναι σήμερα εννέα ετών και την έχουν κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που για τους ίδιους μοιάζει να είναι ο ζωτικός τους χώρος. Το ζευγάρι είναι κάτι σαν trade mark για την glossy δημοσιογραφία, που τους αντιμετωπίζει κυρίως ως σελέμπριτι παρά ως ηθοποιούς. Και ο τρόπος που ανατροφοδοτούν από το πουθενά τη δημόσια εικόνα τους μοιάζει τόσο έντονα αυθόρμητος, που θα μπορούσε να είναι και προγραμματισμένος.