Ο «Εκόνομιστ» επικεντρώνει την κριτική του στην «υστερική» κάλυψη του βρετανικού Τύπου και μόνο: στα δημοσιεύματα που έλεγαν ότι αυτή που ζει η Γερμανία είναι η χειρότερη κρίση από το 1945, ότι είναι ακόμη μεγαλύτερη από αυτή που ζει η ίδια η Βρετανία, ότι οι βρετανοί πολίτες θα έπρεπε να ρίξουν μια ματιά στη χώρα του Ρήνου για να καταλάβουν τι σημαίνει πραγματικό πολιτικό χάος, ότι ο κίνδυνος της επιστροφής του εθνικισμού είναι υπαρκτός. Αλλά και ο γερμανικός Τύπος, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, δεν φάνηκε περισσότερο ψύχραιμος: το μελάνι που χύθηκε για το διαφαινόμενο τέλος της Ανγκελα Μέρκελ ήταν μπόλικο.

Τελικά αυτός ο ξαφνικός θάνατος φαίνεται ότι δεν θα έρθει για την καγκελάριο –τουλάχιστον όχι ακόμη. Γιατί μπορεί το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης να είναι πρωτοφανές στην ιστορία της χώρας, κάτι που εξάλλου επισήμανε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ στο μήνυμα που απηύθυνε προς τους πολίτες, αλλά τόσο το γερμανικό Σύνταγμα όσο και η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας (οι εξαγωγές ανθούν, η ανάπτυξη επίσης, το πλεόνασμα έχει φτάσει τα 20 δισ., υπενθυμίζει και πάλι ο «Εκόνομιστ») προσφέρουν τα εχέγγυα για μια μάλλον αναίμακτη έξοδο από την κρίση.

Τα ίδια εχέγγυα προσφέρει και μια πολιτική κουλτούρα που κάνει τους Σοσιαλδημοκράτες να ανακρούουν πρύμναν από την αρχική τους θέση και να ετοιμάζονται για έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό». Αλλά και χωρίς τον σοσιαλδημοκρατικό σαμαρειτισμό, η σημερινή πολιτική κρίση δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλες που έχει ζήσει η μεταπολεμική Γερμανία. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να συγκριθεί με την πολιτική αναταραχή που είχε προκαλέσει η κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου το 1961 ή με την κατάρρευση της κυβέρνησης του Βίλι Μπραντ το 1974 εξαιτίας ενός σκανδάλου κατασκοπείας.

Ούτε φυσικά μπορεί να συγκριθεί με το «γερμανικό φθινόπωρο» του 1977 όταν το γερμανικό κράτος και η κυβέρνηση της Βόννης έμοιαζαν ανίσχυρα απέναντι στις βομβιστικές επιθέσεις, τις απαγωγές και τις δολοφονίες. Ούτε ακόμη με την κρίση της καγκελαρίας του Χέλμουτ Κολ εν μέσω κατηγοριών για σκάνδαλα κομματικών δωρεών ή τις διαδηλώσεις που συγκλόνιζαν καθημερινά τη χώρα στις αρχές του 2000 καθώς η ανεργία κάλπαζε.

Ασφαλώς μια κρίση είναι πάντα μια κρίση. Από μια άλλη άποψη όμως, σημειώνουν αναλυτές, το αρχικό αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης δείχνει ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη Γερμανία λειτουργεί όπως θα έπρεπε να λειτουργεί. Ως δείγμα δημοκρατικής υγείας μπορεί ας πούμε να θεωρηθεί το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν νέες πολιτικές δυνάμεις με τα κόμματα να γίνονται επτά από τέσσερα. Δείγμα δημοκρατικής σοφίας είναι από την άλλη πλευρά το γεγονός ότι τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπήκαν στον αυτόματο για να δημιουργήσουν έναν μεγάλο συνασπισμό –οι Αυστριακοί αντίθετα που το έκαναν επί δεκαετίες ολόκληρες είδαν το σαράκι της Ακρας Δεξιάς να τρώει το πολιτικό σύστημα.

Υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα που μοιάζει ακραίο αλλά μπορεί να μην είναι και τόσο: Η Γερμανία δεν έχει κάνει ακόμη κυβέρνηση; Ε, και; Η Ολλανδία έμεινε πρόσφατα χωρίς κυβέρνηση επί 7 μήνες, η Ισπανία επί 10 και το Βέλγιο, που έσπασε κάθε ρεκόρ, επί 18. Κι αν εξακολουθούσαν να λειτουργούν την περίοδο της ακυβερνησίας αυτά τα κράτη, χωρίς να κλονίζεται η διοίκησή τους και με την οικονομία τους να ανθεί, δεν μπορεί να μη λειτουργεί ένα κράτος στο οποίο οι βασικές υπηρεσίες, από την εκπαίδευση και την αστυνόμευση έως τις υποδομές, είναι στην αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατιδίων της.